Header Painting by Agapi Hatzi

Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

Σκλάβοι της αγάπης

...

Άλλου τη μοίρα
Φυλακίζεις, ψυχή μου
Όταν αγαπάς


(Στη ζωή γινόμαστε σκλάβοι αυτών που μας αγαπούν)
...

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Χίμαιρα

...

Λευκή σελίδα
γύρισα, για να γράψω
μονάχα Τέλος
...

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

Ακινησία

...

Χείμαρρου σφοδρού
Βίαιη μεταλλαγή.
Πάγωσε ο ρους…

(κλικ στην εικόνα...)
...

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Όνειρο ή εφιάλτης;

...
Έσβησε η κραυγή
Μες σε υδάτινης σιωπής
Ομόκεντρους κύκλους

(στους ρυθμούς του χαϊκού...)

...

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

«Έκτακτο» ρεπορτάζ











Η ακατανόμαστη στο πίσω κάθισμα του πολυτελούς αυτοκινήτου της με τον σοφέρ (είναι σκυμμένη και δεν φαίνεται...)


Σήμερα στα δικαστήρια της Αθήνας διαλευκάνεται μια υπόθεση, που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η υπόθεση αφορά τον πρόσφατα και υπό περίεργες συνθήκες αποθανώντα Γ.Ν., που εξασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου και παράλληλα διατελούσε Πρόεδρος της ΕΣΑΣΚ ΑΕ.

Με χειρόγραφη διαθήκη του κληρονόμησε όλες τις μετοχές της εταιρίας στη σύζυγό του, που εργαζόταν σαν απλή γραμματέας στην εταιρία. Το παιδί τους είναι μόνο τρεισήμισι ετών και δεν εμπλέκεται στην ιστορία.

Ως αναφορά όμως στην κόρη του από τον τέως γάμο του, η ίδια δήλωσε σε εκπομπή της κας Κανέλης τα εξής αποτρόπαια: ενώ ο πατέρας της της υπόσχονταν, ότι εκείνη θα γίνει Πρόεδρος της εταιρίας, μία μέρα η σύζυγος και γραμματέας του της είπε «Υπέγραψε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο» κι εκείνη το έκανε, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Στην ουσία όμως με αυτήν της την υπογραφή έριχνε τον ψήφο της υπέρ της νυν συζύγου του αποθανώντος σε μυστική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε έκτακτα ερήμην της.

Η υπόθεση βέβαια επέσυρε άμεσα το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και του κοινού. Η ακατανόμαστη σύζυγος κατ’ αρχήν δεν έκανε δηλώσεις. Όταν όμως ο φακός την αποθανάτισε λίγες μόλις μέρες μετά την κηδεία του γνωστού δικηγόρου σε τρυφερές περιπτύξεις με τον σοφέρ της σε συνοικιακό δασάκι των Αθηνών, δεν μπορούσε πια να ανταπεξέλθει στις πιέσεις των δημοσιογράφων και έδωσε μια εκ βάθρων συνέντευξη.

Αυτή καθ’ αυτή η ιστορία αναδύει κάτι σάπιο κι έτσι κινήθηκε ο τροχός της δικαιοσύνης… Δυστυχώς όμως δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά, που η κοινωνία μας αναπαραγάγει τέτοια φαινόμενα σήψης…

(Κουίζ: Βρείτε τον ακριβή αριθμό των λαθών)

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Άκριτα…

...
Λοιπόν, ξέρετε τι νομίζω;
Η καρδιά δεν έχει μνήμη…
Το μυαλό την κουμαντάρει
και της λέει «Θυμήσου!»
Εκείνη δεν θυμάται Θεό… Ούτε Διαόλους…

Κάθε φορά είναι η παρθενική της.

Γεμίζει σαν δοχείο, αφημένο στη βροχή.
Πέρα απ’ τη θέληση, πέρα απ’ την κρίση.
Και το νερό θα μείνει εκεί,
ώσπου να το στραγγίσει ο ήλιος.
Ή να χυθεί μέσ' από τις ρωγμές,
που ήδη ο χρόνος έχει φτιάξει.

Άκριτα όμως πάλι...

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Τα μαθήματα, που δεν μάθαμε…










Έχετε παρακολουθήσει παιδιά να διαβάζουν για τις εξετάσεις; Ή καλύτερα: θυμάστε καθόλου πώς διαβάζατε εσείς οι ίδιοι;

Έχεις να περάσεις όλη την ύλη. Κάνεις χρονοδιάγραμμα. «Έχω τόσες ημέρες, τόσες σελίδες, άρα θα διαβάζω τόσες σελίδες την ημέρα». Όλο κάτι τυχαίνει όμως και οι σελίδες της κάθε ημέρας αυξάνουν συνεχώς, μέχρι που την τελευταία ημέρα έχεις την μισή ή και σχεδόν ολόκληρη την ύλη.


Αλλά δεν ήθελα να πω αυτό…


Κάποια κεφάλαια τα ξέρεις καλά, τα είχες μάθει απ’ την παράδοση. Ή απλώς είναι πιο εύκολα από άλλα. Σ’ αυτά τα κεφάλαια τρως περισσότερο χρόνο απ’ ότι στα άλλα, τα άγνωστα και τα δύσκολα. Παράδοξο. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να «κάθεται» σ’ αυτά για τον απλούστατο λόγο ότι ξεκουράζεται, ενώ έχει ταυτόχρονα την αίσθηση πως κάτι κάνει.

Αυτό που χρειάζεται όμως η κατάσταση είναι βέβαια το ακριβώς αντίθετο: τα γνωστά να τα ξεπετάει, στα άγνωστα να καταβάλλει προσπάθεια. Τ’ αφήνει όμως για άλλη ώρα. Ή τα ξεκινάει και τα αφήνει στη μέση… πάλι για άλλη ώρα… Και με αυτόν τον τρόπο τα άγνωστα και τα δύσκολα μένουν για πάντα τέτοια ή ημιτελή και ημικατανοημένα στον τεμπέλη νου μας. Στο τεμπέλικο είναι μας για την ακρίβεια…

Και κάπως έτσι μένουμε «ανάπηροι» σε καίριους τομείς, κάπως έτσι ο εγκέφαλος γλιστράει σε όλο και πιο εύκολα, η παραγωγή (κι η αναπαραγωγή) έρχεται να αυτοματοποιήσει τη σκέψη και τις κινήσεις μας, η καθημερινότητα να μας αποκοιμίσει. Και γινόμαστε όλο και πιο λίγοι… μέρα με τη μέρα… αναμασώντας περήφανοι τα γνωστά…

Όμως τα μαθήματα που δεν μάθαμε, σκάνε κάθε λίγο και λιγάκι μύτη από διάφορες γωνίες, την ώρα που πάμε ανέμελοι τη βολτίτσα μας. Βγαίνουν μπροστά μας, μας κλείνουν το δρόμο και μας ψιθυρίζουν ειρωνικά σα μαφιόζοι στ’ αυτί:

«Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, γλυκιά(έ) μου… Πρέπει να με παλέψεις…»

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Ποιος ξέρει γιατί…
















Η μάνα του έδειχνε καταφανώς την προτίμησή της στον άλλο γιο, στον αδελφό του. Γιατί; Ποιος ξέρει;… Αδυναμίες. Τότε δεν υπήρχαν και πολλές ψυχολογικές θεωρίες, ούτε και ήταν καμιά μορφωμένη γυναίκα. Έτσι ένοιωθε, έτσι έκανε.

Εκείνος έπρεπε να κοιμάται στο κακό κρεβάτι, να τρώει το μικρό κομμάτι, να μάθει, πως οι αγκαλιές δεν είχαν φτιαχτεί γι’ αυτόν. Από παιδί έπρεπε να δουλεύει, για να σπουδάσει ο μικρός. Νυχτερινό πήγε κι αυτό γιατί είχε τόση όρεξη για μάθηση. Όρεξη, που υπό άλλες συνθήκες ίσως να τον είχε κάνει κάτι σημαντικό στον τομέα των Γραμμάτων.

Μορφώθηκε μες απ' τη ζωή, στο πεζοδρόμιο, διάβασε βιβλία πολλά, έγινε λαϊκός πολυμαθής. Εκείνο που δεν έμαθε ποτέ ήταν, τι θα πει αγάπη. Απελπισμένος την έψαχνε στις γυναίκες, σε πρόσκαιρες και μόνιμες –συχνά ταυτόχρονες- σχέσεις. Ερωτευόταν άβγαλτες πιτσιρίκες, ερωτευόταν τις υπηρέτριες… Ήθελε άραγε εξουσία; Ποιος ξέρει…

Ήταν φιλόδοξος, είναι η αλήθεια, δούλεψε πολύ, είχε και το μυαλό να κάνει λεφτά σε μια εποχή δύσκολη. Αυτό ήταν το επίτευγμα της ζωής του. Αυτό και το μοναδικό, που είχε να προτείνει στους ανθρώπους ως δώρο και αντίτιμο για λίγη τρυφερότητα. Για λίγο ενδιαφέρον, έστω και πλαστό. Το χρήμα.

Δεν είχε μέσα του άλλα για να χαρίσει. Δεν είχε πάρει και πολλά, για να έχει…

Παντρεύτηκε δις, έκανε παιδιά μπόλικα. Κάποιο απ’ όλα θα τον αγαπούσε, μοιάζει να σκεπτόταν, δεν μπορεί… Κι όμως μπορεί. Δεν τον αγάπησε ποτέ κανένα.
Γιατί; αναρωτιόταν μέσα του σ’ όλη του τη ζωή.

Γιατί; αναρωτιέμαι κι εγώ τώρα. Τώρα που πια λείπει...

Μπορώ μόνο να θυμηθώ, πώς όταν σε κοίταζε, ήταν σα να σου λέει:
«Σ’ αγαπώ, αλλά μόλις δω αντίκρισμα, θα σε τσακίσω».
Ναι… αυτό ήταν μάλλον το γιατί… Όσο κι αν αποζητούσε την αγάπη, πάντα διαφαινόταν από πίσω η επιθυμία να εκδικηθεί. Να εκδικηθεί τον άνθρωπο εν γένει…

Τον άνθρωπο, που μέχρι το τέλος είχε το πρόσωπο γυναίκας…

(Το Greenfields ήταν το αγαπημένο του τραγούδι. Ποιος ξέρει γιατί…)

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007

«Συναντήσεις»
















Είχε τελειώσει το πάρτι κι έπρεπε να καθαρίσει. Πάρτι… λέμε τώρα… Συνάντηση.
Όσο περνούσαν τα χρόνια τα εκκωφαντικά πάρτι μετατρέπονταν ουσιαστικά σε κουβέντες ολίγων ατόμων γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Όλοι ήθελαν κιόλας να φάνε. Όχι όπως παλιά, ξεροσφύρι και λιώμα μέχρι τα ξημερώματα. Τώρα ήρεμα, μαζεμένα, προσεκτικά. Μην το παρακάνουμε με το ποτό, να βάλουμε και κάτι στα ήδη διευρυμένα στομάχια μας και το πολύ μέχρι τις 2:

«Αχ, ό,τι ώρα κι αν πέσω στις 8 είμαι στο πόδι»
«Θα ξυπνήσουν τα μικρά και θα χοροπηδάνε απ’ τις 7 στο κεφάλι μας»
«Αν πέσω στο κρεβάτι μετά τις 3, αύριο έχω σίγουρη την ημικρανία»…


Όλοι πάλευαν με τα ρολόγια...

Έτσι κυλούσαν τα τελευταία χρόνια οι συναντήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Είχαν γίνει σχεδόν σπάνιες. Τώρα εκείνη και όλοι της οι φίλοι είχαν πια σπίτια μεγάλα, αστραφτερά, όμως τα απολάμβαναν μονάχοι χωμένοι μες στις κουζίνες ή πίσω από την οθόνη του PC. Τα σαλόνια ήταν κυρίως γήπεδα για τα παιδιά και για ν’ απλώνουν τις αρίδες τους οι ψόφιοι εργαζόμενοι τα βράδια. Και να βλέπουν Τριανταφυλλόπουλο μέχρι τη μέση. Μετά έπεφτε ροχαλητό και μεταφέρονταν σαν υπνοβάτες στις κρεβατοκάμαρες με τα τεράστια κρεβάτια. Ιδέα δεν είχαν πώς ήταν αυτές οι κρεβατοκάμαρες. Το πρωί πετάγονταν σαν ελατήρια από το ξυπνητήρι και τρέχανε…

Εξάλλου, χρησιμεύει η κρεβατοκάμαρα σε τίποτα άλλο; Είχαν ξεχάσει…

Ξαπλωμένη τώρα κι αυτή στον καναπέ του σαλονιού της κοιτούσε τα λερωμένα πιάτα και προσπαθούσε να πάρει την απόφαση να τα μαζέψει. Όχι πως θα τά ‘πλενε κιόλας. Στο πλυντήριο θα τα έβαζε. Αλλά κι αυτό δουλειά ήταν. Κι εκείνη βαριόταν… βαριόταν πολύ.
Τα κρυστάλλινα έπρεπε να τα πλύνει μάλιστα στο χέρι… Τι τα ήθελε τα κρυστάλλινα;

Θυμόταν στο παλιό το σπίτι… Όταν μαζεύονταν κάθε βράδυ ίσαμε 20 άτομα -ποτέ τα ίδια- σ' ένα μικρό δωματιάκι γεμάτο δίσκους, κλείνονταν μέσα στο ντουμάνι, άκουγαν μουσικές, κατέβαζαν 5 μπουκάλες και ξεραίνονταν στο γέλιο. Και συζητήσεις… Συζητήσεις ατέρμονες, που συνεχίζονταν από νύχτα σε νύχτα… Συζητήσεις υπαρξιακές, καθημερινές, αστείες, σοβαρές… όλα τους απασχολούσαν.

Τώρα πια έλεγαν για τα δάνεια και τις αγορές τους, τα παιδιά τους, την υγεία τους!! (ναι, είχαν ήδη αρχίσει να μιλάνε για την υγεία…), άντε και κανένα θέμα από ‘κείνα τα μισά που είχαν παρακολουθήσει στον Τριανταφυλλόπουλο… Γενικώς, η υπόλοιπη θεματολογία ήταν βγαλμένη απευθείας μέσα από την τηλεόραση. Οι περισσότεροι είχαν πάψει πια και να διαβάζουν. Πού να προλάβουν; Όχι, ότι τους έκαιγε κιόλας η ανάγκη…

Αυτά σκεπτόταν, κοιτάζοντας τα πιάτα, και την πήρε ο ύπνος άπραγη στον καναπέ…
Στο όνειρό της είδε, ότι πούλησε το καινούριο της σπίτι κι έφυγε ταξίδι μακρινό. Και πως κάπου στις Ινδίες συνάντησε μία γυναίκα που της έμοιαζε σαν μια στάλα νερό από την ίδια βρύση. Είχε φτάσει κι εκείνη στο ίδιο ακριβώς μέρος από την άλλη όμως, από Αμερική. Ήταν, λέει, η δίδυμη χαμένη αδελφή της… Αυτό ήταν μάλλον έμπνευση από τη Νικολούλη…

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

Ελλείψει φεγγαριού…

The Moon for Mar 17, 2007
0.8 days before new moon
http://imagiware.com/astro/moon.cgi








Η γιορτή της πάντα της θύμιζε, όσα της έλειπαν. Κι όσα είχε χάσει.
Εκείνους που την αρνήθηκαν κι όσους την είχαν πια ξεχάσει.
Και το φεγγάρι που μόλις θά 'βγαινε, ήταν κι αυτό πάλι στη χάση…
...

7+1 movies


Μου αρέσουν πολλές ταινίες. Διάλεξα μερικές ενδεικτικά.
Την πρόσκληση μού την έκανε ο gb winzip και τον ευχαριστώ πολύ.

.....Alan Parker........................................Hal Ashby .........................................Tony Scott
....Robert De Niro.....................................
Peter Sellers....................................Quentin Tarantino


Wim Wenders


...Akira Kurosawa ...............................Francis Ford Coppola.................................. Ridley Scott


Julie Taymor

Θα μας πουν τις προτιμήσεις τους και οι kyriaz, ladybug, mary, hracker, maxim;

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

Έρως


Σήμερα είναι η σειρά της γλυκιάς μου debby.
Έδωσε υπέροχες λέξεις:

πλημμυρισμένος, ξάστερος, λυτρώνω, κατασπαράζω, λαχτάρα.

Όμως εγώ είμαι κουρασμένη και το γραπτό χυμαδιό.
Είμαι σίγουρη παρ' όλ' αυτά,
πως η debby θα καταλάβει κα θα με συγχωρήσει...

Δεν θα προτείνω λέξεις. Έχω την αίσθηση, πως το παιχνίδι -και οι παίκτες- εξαντλήθηκαν. Ίσως μόνο, αν θέλει, η pixie να γράψει με τις αγγλικές λέξεις stupid, freedom, hierarchy, vulnerable, taste.

Ευχαριστώ πολύ τους 4, που με προ(σ)κάλεσαν να παίξω. Πραγματικά με ενέπνευσαν.


Ήταν ερωτευμένη. Πολύ. Η λαχτάρα της δεν είχε όρια, δεν είχε ταβάνι, όπως έλεγε στις φιλενάδες της, προσπαθώντας να το διακωμωδήσει. Τι να διακωμωδήσει… Η ψυχή της το ήξερε, τι τραβούσε… Τι κλάμα έριχνε τα βράδια, όταν εκείνος χανόταν, όταν δεν έδινε σημεία ζωής. Ή τις φορές που της μιλούσε αδιάφορα, συγκαταβατικά, απόμακρα...

Ήταν ο έρωτας της ζωής της, το πίστευε. Το πίστευε κι ας η πείρα την είχε διδάξει, πως ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις, παρά μονάχα από μακριά. Όταν όλα έχουν πια τελειώσει κι εσύ θεατής της πρότερης ζωής σου, σαν κριτικός κινηματογράφου, κάνεις replay τις σκηνές και βαθμολογείς ηθοποιία.

Όχι, αυτός ήταν αληθινός, ήταν το έργο, που δεν θα τελείωνε ποτέ. Το έργο που ξανά και ξανά θα αναμάσαγε χαμογελώντας τις ατάκες του μέχρι τα βαθιά γηρατειά της.

Ναι, τον πίστευε… Τον έβλεπε, όπως κοιτάζει το παιδί τον ξάστερο ουρανό τις νύχτες του καλοκαιριού και τρέχει αμέριμνα στον κήπο να πάρει το μπαλάκι που τού ‘πεσε κατά λάθος. Χωρίς να φοβάται το φίδι της φαντασίας του, μέσα από τις φυλλωσιές χώνει το χέρι και το ψάχνει. Μόνη του έγνοια το παιχνίδι… Ευτυχία…

Η ψυχή της πλημμυρισμένη προσμονή, ανυπομονησία.... Να τρέξει να τον βρει, να τον αγγίξει, να χαζέψει το ταξιδιάρικο βλέμμα του. Να χαθεί στις σιωπές και τις παύσεις του. Πόσο περίμενε… πόσο περίμενε τα πάντα… Από τη λέξη μέχρι την κίνηση, από το τηλεφώνημα μέχρι την πάντα αργοπορημένη άφιξή του στα λιγοστά ραντεβού τους.
Πάντα περίμενε. Και πάντα υπήρχε μια δικαιολογία, πάντα συνέτρεχε κάποιος λόγος.

Ποτέ δεν φαντάστηκε, πως περιμένει κάτι που δεν θα ερχόταν ποτέ…
Γιατί απλά δεν υπήρχε, ήτανε όλα στο μυαλό της…

Ήξερε, δεν ήξερε; Δεν ήξερε πως ο έρωτας κατασπαράσσει μόνον τον ερωτευμένο;
Πως ο άλλος είναι μονάχα το καθρέφτισμα του πόθου μας σ’ έναν καθρέφτη ανύπαρκτο;
Τι ξόδεμα, τι λάθος… Πόσο αφέθηκε σε χίμαιρες, που εκείνη -ειδικά εκείνη- θα έπρεπε να ξέρει… Τόσοι άνθρωποι είχαν κλάψει πάνω στη γυάλινη επιφάνεια του δικού της καθρέφτη… Στην εικόνα…

Τώρα ήταν αργά… Έβλεπε κι αυτή την όψη της κατακερματισμένη ν’ απλώνεται ακατάστατα στο χώρο και στο χρόνο της αδράνειας. Μία κλοτσιά και πάμε, μέχρι να βρούμε τοίχο στο άπειρο… Ανήμπορη, μουδιασμένη χάζευε τα κομμάτια της ψυχής της κι αναρωτιόταν: θα τη λύτρωνε ποτέ η αγάπη; Θα τη λύτρωνε ποτέ κάτι άλλο, πέρα από τη λήθη;

Όλα ήταν ένα παιχνίδι, που τελείωνε άδοξα και έπρεπε πάλι να πέσει για ύπνο…
Όμως οι μέρες της είχαν αρχίσει να φθινοπωριάζουν. Και σχολείο δεν ήθελε να ξαναπάει.

Δεν ήταν πια παιδί…
...

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007

Αέρηδες

Στον ποιητή μας, τον kyriaz, που πρότεινε τις λέξεις
σιωπή, άνοιξη, επιστρέφω, ακρόπολη, φυσάει
αφιερώνω κάτι μικρό κι απέριττο, όπως τα προτιμάει...

















Άνοιξη ήταν, μάτια μου
Όταν ο Έρωτας
Τρεμόπαιζε κι αναριγούσε για ‘μάς

Στους παλιούς Αέρηδες…

Κάτω από την Ακρόπολη
Κορμί μου ασίγαστο
Σαν η αρχέγονη ώρα έδειχνε Νότο
Όστρια…

Τόσα λόγια… Τόσος μύθος…

Τώρα χειμώνιασε
Φυσάει μόνο θλίψη…
Κι εγώ επιστρέφω, αγάπη μου
Κάτω από τον Βορέα

Μόνη…

Επιστρέφω, επιστρέφεις…
Σαν πρώτα και σαν πάντα

Ψυχή μου

Στη σιωπή

Στο εκεί και στο τότε
Φως μου αλλοτινό
Που τα ρολόγια του κόσμου
Παγώνουν…

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Επιστροφή










Η σημερινή ιστορία
είναι βασισμένη στις λέξεις,
που πρότεινε ο hracker:

αγάπη, αυτοκίνητο, κυκλάμινο,
Πράγα, φως, ποτάμι, διαμάντι

Τον ευχαριστώ πολύ κι ελπίζω
να μην το βρει πολύ νταουνιάρικο.


Πόσο της άρεσαν εκείνες οι φθινοπωρινές βόλτες της στο λοφίσκο, δίπλα από το σπίτι της. Ο πατέρας της είχε αγοράσει σε ανυποψίαστο χρόνο αυτό το οικόπεδο, όταν η αξία του ήταν ακόμη μηδαμινή. Το έχτιζε για χρόνια –αργά και μεθοδικά- σαν κρασί που ωριμάζει με τον καιρό. Σήμερα η περιοχή ήταν από τις ακριβότερες της Αττικής και όλοι την ζήλευαν για την κληρονομιά της. Ο διορατικός αυτός άνθρωπος είχε δώσει τα πάντα για τη μοναχοκόρη του. Η εξαιρετική μόρφωσή της τον είχε στείλει μάλιστα κάποτε φυλακή για υπέρογκα χρέη.

Περπατούσε μόνη πάνω στον λοφίσκο, αφαιρούνταν, άδειαζε το μυαλό της από τις σκέψεις των αγχωδών ημερών της σ’ ένα επάγγελμα απαιτητικό, όπου έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύει την αξία της. Ήταν μικροαστικής καταγωγής σ’ ένα χώρο γιγάντων, ήταν γυναίκα σ’ έναν χώρο αντρικό… Οι πάντες καραδοκούσαν για ένα ατόπημά της. Δεν τους έκανε τη χάρη. Έδινε σ’ αυτήν την δουλειά ολόκληρο το είναι της. Γι’ αυτό ίσως να απολάμβανε τόσο πολύ αυτές τις μοναχικές βόλτες. Είχε για λίγο την ευκαιρία να αισθανθεί ελεύθερη, ανέμελη, απαρατήρητη...

Τίμημα της τόσης της προσπάθειας ήταν η έλλειψη προσωπικής ζωής. Και αγάπης… Η αγάπη, που με τόση γλαφυρότητα περιέγραφαν τα ρομαντικά μυθιστορήματα της εφηβείας της, είχε μείνει για ‘κείνην ένα άπιαστο όνειρο, μία χίμαιρα. Ήταν ένα συμβόλαιο, που ποτέ δεν έπεσε στα χέρια της για υπογραφή. Μια υπόθεση, που τύγχανε μονάχα σε γυναίκες άλλες, ξένες, εξωτικές… δεν ήξερε, πώς να τις περιγράψει. Ίσως τελικά να ήταν απλά και μόνο γυναίκες…

Απόκτημα και τίμημα της ζωής της το ίδιο ακριβώς πράγμα: είχε ξεχάσει, είχε αφήσει πίσω την ταυτότητά της. Σαν κι αυτό το κυκλάμινο, που είχε μόλις κόψει και κρατούσε τώρα μάλλον άτσαλα στα γυμνασμένα της χέρια. Αλλού ο μίσχος του, αλλού το όμορφο κεφαλάκι του. Θα ‘λεγε κανείς πως πήγαινε να ξεκολλήσει από τη φύση του. Πλαγίως και καθέτως, έμοιαζε σα να το τράβαγε η γη προς το έδαφος, σα να προσπαθούσε να κρυφτεί από το φως του ηλίου…

Το μόνο που μαρτυρούσε πάνω της τη γυναικεία ματαιοδοξία ήταν εκείνο το κίτρινο διαμάντι, που της είχε χαρίσει ο μεγαλύτερος πελάτης της εταιρίας της. Τον είχε φτιάξει, το άξιζε. Δεν ήταν ένα δώρο σαν κι εκείνα τα πρόστυχα, που χαρίζουν οι άντρες στις πρόσκαιρες ερωμένες τους. Δεν είχε σκύψει το κεφάλι της κάτω από κανένα γραφείο για να το αποκτήσει… Του είχε βγάλει λεφτά εκείνου του χοντρού σιχαμένου. Πολλά λεφτά. Ένα διαμάντι δεν ήταν παρά η ελάχιστη μίζα απ’ τα βρώμικα κέρδη του. Η νόμιμη αμοιβή της έτσι κι αλλιώς θα μπορούσε να της αγοράσει ολόκληρο το σετ και κάτι παραπάνω…

Πλησιάζοντας η ώρα για κάποιο ακόμα σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού, κατευθύνθηκε απρόθυμα προς το σπίτι. Έκανε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες και μπήκε μέσα στο πανάκριβο, γρήγορο αυτοκίνητό της. Ήταν πολύ καλή οδηγός. Και της άρεσε η ταχύτητα. Είχε γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη οδηγώντας. Κάποτε μάλιστα είχε κάνει την απόσταση Βιέννη-Πράγα σε χρόνο, που θα ζήλευαν ακόμα και επίδοξοι ραλίστες. Και το κυριότερο: μόνη… Χωρίς συνοδηγό… Πάντα χωρίς συνοδηγό…

Είχε πια σκοτεινιάσει. Είχε διανύσει ολόκληρη την παραλιακή, χωρίς να την πιάσει ούτε ένα κόκκινο φανάρι. Ήταν τυχερή σ’ αυτά. Σε όλα ήταν τυχερή. Σχεδόν… Τώρα όμως έπρεπε υποχρεωτικά να περάσει από την Πειραιώς, απ’ το ποτάμι. Εκεί κόλλησε. Η κατακόκκινη Porsche της δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Σ’ αυτούς τους ελεεινούς δρόμους μονάχα κάτι παπάκια τα κατάφερναν, που ελίσσονταν μέσα από την κίνηση με τη μεγαλύτερη ευκολία του κόσμου.

Εκνευρισμένη έπαιζε νευρικά τα δάχτυλα στο τιμόνι. Κάτι της διέφευγε, κάτι την ενοχλούσε. Κάτι δεν πήγαινε καλά… Ένοιωθε σαν κι εκείνον τον τρελό που είχε δει πρόσφατα στην τηλεόραση, τον άνθρωπο-σαύρα με τα χιλιάδες πράσινα τατού και την κομμένη στη μέση γλώσσα, που την πετούσε έξω με ταχύτητα ν’ αρπάξει μύγες. Δεν τα κατάφερνε κι έτρωγε τις μύγες, αφού τις βάραγε πρώτα με τη μυγοσκοτώστρα. Πάντως τις έτρωγε… Κι ένοιωθε μεγάλη περηφάνια…

Είχε πια μάλλον χάσει το ραντεβού της. Και το πιο παράξενο ήταν πως ούτε καν που την ένοιαζε. Ένοιωθε ξαφνικά κάτι σαν… αποκάλυψη, ένα αίσθημα απελευθερωτικό, υπέροχο… Στην πρώτη ευκαιρία έκανε επί τόπου στροφή και σχεδόν μηχανικά κατευθύνθηκε προς Παγκράτι.

Επί τόπου… Επέστρεφε στο πατρικό της… Επέστρεφε στον εαυτό της…

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007

Μοιραία

Η 3 parties a day μου ζήτησε να φτιάξω μία ιστορία με τις λέξεις

αναισθησία, βολίδα, γαλήνη, δειλινό και ενεδρεύω.

Την ευχαριστώ για την πρόκληση και ιδού η ιστορία:















Ήταν τέλος καλοκαιριού και τα πάντα υπόσχονταν ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο. Καθισμένη αναπαυτικά στη θέση του συνοδηγού, απολάμβανε ευτυχισμένη τη διαδρομή και τα πανέμορφα χρώματα του δειλινού. Αυτή η ώρα πάντα τη συγκινούσε. Μούχρωμα, την έλεγε Εκείνος: «Η φύση εκφράζει εικαστικά το αίσθημα της χαρμολύπης», της είχε ψιθυρίσει κάποτε στ’ αυτί…

Είχε συμβεί αυτό που τόσα χρόνια περίμενε. Ο αγαπημένος της είχε επιτέλους χωρίσει την παλιά του γυναίκα. Παρασκευή μεσημέρι είχε χτυπήσει το τηλέφωνό της: «Αγάπη μου, φεύγουμε» της είχε πει. «Δυο μερούλες μόνοι μας, στο εξοχικό. Θέλεις;» Αν ήθελε… Θεέ μου, πόσο ήθελε… Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Πώς θα το έκαναν όμως αυτό; Η γυναίκα του ήταν πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Το ένοιωθε παρ' όλ' αυτά μέσα της, πως κάτι είχε αλλάξει. Πως η τύχη της είχε επιτέλους αλλάξει.

Πέρασε και την πήρε με το αυτοκίνητο του από το σπίτι. Άλλο παράξενο… Συνήθως της έδινε ραντεβού κάπου απομακρυσμένα, κάπου κρυφά. Δεν ήθελε να τον πάρει κανένα μάτι στη γειτονιά της. Ήταν γνωστές με τη γυναίκα του, τις είχε συστήσει ο ίδιος σε ένα πάρτι με την μεγαλύτερη απάθεια του κόσμου: «Από ‘δώ η Λήδα, μωρό μου» είχε πει απευθυνόμενος στη γυναίκα του και κοιτάζοντάς την με εκείνη τη γλυκερή τρυφερότητα του άπιστου άντρα. Η Λήδα είχε θυμώσει. Άπλωσε το χέρι της νευρικά, μουρμούρισε ένα «Χαίρω πολύ» με χαμηλωμένο το κεφάλι και προσποιήθηκε πως έπρεπε να κάνει ένα επείγον τηλεφώνημα. Πώς διάολο το έπαιζε επιτέλους ο παλιοψεύτης; Κι εκείνο το «μωρό μου» στο λαιμό της είχε κάτσει…

Η γυναίκα του δεν έδειχνε να παίρνει χαμπάρι, όμως ήταν σαφείς οι μπηχτές της κάθε φορά που ο Ν αναφερόταν στο άτομό της, καθώς και οι γυναικείες επινοήσεις της όποτε αυτός ήθελε να βγει αναίτια από το σπίτι. Η Λήδα εκνευριζόταν και την αποκαλούσε Κατίνα. Δεν ένοιωθε καμία ενοχή απέναντί της. Για την ακρίβεια διακατεχόταν από μια βαθιά και πλήρη αναισθησία. Στην ουσία δεν την σκεπτόταν ποτέ ως ξεχωριστή οντότητα, το μόνο που αντιπροσώπευε στο μυαλό της ήταν ένα άψυχο εμπόδιο προς την εκπλήρωση των δικών της ονείρων.

Τώρα όμως όλα αυτά είχαν πια τελειώσει. Τώρα ήταν κοντά του, ήταν μαζί του, ήταν δικός της. Καθόταν εκεί δίπλα του, δίπλα στον οδηγό της ζωής της, και τού ‘ριχνε ονειροπόλες, κλεφτές ματιές. Πόσα θα έκαναν τώρα οι δυο τους μαζί… Τώρα που είχαν μείνει μόνοι, εκείνοι κι ο δρόμος προς την ευτυχία…

Δεν είχε προλάβει να πάρει τα ερωτευμένα μάτια της από το πρόσωπό του, όταν ένοιωσε ένα δυνατό ρεύμα αέρα, σαν μια βολίδα να περνούσε από δίπλα τους και να έσκαγε λίγα μέτρα μπροστά από το αυτοκίνητό τους. Δεν ένοιωσε τίποτα, δεν κατάλαβε τίποτα. Την αγκάλιασε μονάχα εκείνο το γνωστό αίσθημα, που έθρεφε τόσα χρόνια για τη γυναίκα του Ν: αναισθησία… Και κάτι ακόμα: μία παρουσία, μία αύρα να ενεδρεύει κρυμμένη πίσω από το πλήθος, που μαζεύτηκε γύρω τους. Από πού εμφανίστηκαν όλοι αυτοί ξαφνικά;

Παρακολούθησε μέσα από κλειστά βλέφαρα τη σκοτεινή αντρική φιγούρα να πλησιάζει και να της απλώνει το χέρι. Η έκφρασή του μαρτυρούσε ανυπομονησία. Και κάποια αμυδρή ειρωνεία… Είδε να περνά μέσα από το βλέμμα του ολόκληρη η ζωή της. Είδε τα χρόνια της ευτυχίας της να σβήνουν από το χάρτη του μέλλοντος. Είδε και το θλιμμένο πρόσωπο μίας γνώριμης γυναίκας. Τα χείλη της σχημάτισαν μία σβηστή συγγνώμη. Μετά η σκέψη της σκεπάστηκε από τους μακρινούς ήχους ενός ασθενοφόρου και από έναν γενικευμένο ψίθυρο: «Είναι ζωντανός… ο άντρας είναι ζωντανός». Αφέθηκε… Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της την τύλιγε με το μενεξεδένιο πέπλο της η γαλήνη

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Κρυφοί κόσμοι


























Όταν ήμουν μικρή, είχαμε στο εξοχικό ένα παλιό τροχόσπιτο. Μεγάλο τροχόσπιτο, τεράστιο. Πάντοτε αναρωτιόμουν, πώς ήταν δυνατόν να το σύρει αυτό ένα αυτοκίνητο της δεκαετίας του ’60. Οι γονείς μου όμως δεν το είχαν σύρει ποτέ. Ποτέ δεν είχε πραγματώσει τον σκοπό της δημιουργίας του. Είχε γίνει εξ αρχής υποκατάστατο ενός κοινού, σταθερού σπιτιού. Αρχικά το είχαν βάλει να στέκει μόνο του μέσα σ’ ένα άδειο κτήμα. Αυτές ήταν οι λιγοστές ημέρες της βασιλείας του. Πολύ σύντομα αναρτήθηκε στην βάση της οικοδομής κι έμεινε εφαπτόμενο στο κυρίως οίκημα. Ένα παραμελημένο κομμάτι του. Για την ακρίβεια, το κομμάτι της ντροπής του.

Λάτρευα το περιφρονημένο αυτό απ’ όλους μέρος του σπιτιού. Ήταν για μένα η φωλιά μου, ο ιδιαίτερος κόσμος ενός μικρού κοριτσιού. Είχε τα κρεβάτια του σε κουκέτες και με κουβέρτες κρεμασμένες απ’ το πάνω στο κάτω, γινόταν η τέλεια κρυψώνα. Εκεί έπαιζα στα κρυφά με τα στρατιωτάκια του μεγάλου μου αδελφού. Τα στρατιωτάκια, που απαγορευόταν να κρατώ στα χέρια μου. Εκείνα τα μικρά, τα πλαστικά, τα πράσινα…
Ήταν δικά του…

Πάντα μου άρεσε να κρύβομαι. Στα πάρτι και τις δεξιώσεις που μ’ έσερναν οι γονείς μου, όταν δεν είχαν πού να με αφήσουν, χωνόμουν κάτω απ’ τα τραπέζια με τα μακριά, άσπρα τραπεζομάντιλα. Παρατηρούσα τα παπούτσια των μεγάλων, όταν έπεφταν σαν λυσσασμένοι στους τεράστιους μπουφέδες και κρυφάκουγα τις πονηρές συζητήσεις τους πίσω απ’ το κροτάλισμα των μαχαιροπήρουνων πάνω στα παραγεμισμένα πιάτα. Ένοιωθα ευτυχής, που έμενα αθέατη. Μα πιο πολύ απ’ όλα μου άρεσε, που μπορούσα να τους κοιτάζω όλους από μία θέση, που κανείς ποτέ δεν κοίταζε κανέναν.

Πίσω στο παλιό τροχόσπιτο όμως.... Ο κόσμος αυτός του οικογενειακού μας περιθωρίου είχε άλλο ένα μαγικό σημείο: μία πολύ μικρή τουαλέτα. Καθόμουν τα μεσημέρια μου στη λεκάνη και χάζευα για ώρα την παλιά της πόρτα, την σχεδόν κολλημένη στο παιδικό πρόσωπό μου. Με τα χρόνια ξέφτιζαν μικρά-μικρά κομματάκια απ’ τη γαλάζια πλαστική επίστρωση και έμενε από κάτω το άσπρο, το χρώμα της βάσης. Πόσες μορφές σχηματίζονταν στα μάτια μου απ’ αυτό το φάγωμα του χρόνου… Γλάροι, πρόσωπα, φιγούρες, κύματα… Και μέρα με τη μέρα όλα άλλαζαν κι έπαιρναν άλλο σχήμα και με ταξίδευαν αλλού…

Η γιαγιά μου μαγείρευε στο μεταξύ φαγητά του καλοκαιριού -μπάμιες και φασολάκια- και μ’ έβγαζε με το ζόρι από ‘κεί μέσα. Με μουδιασμένα τα ποδαράκια μου καθόμουν να φάω και ταυτόχρονα διάβαζα Μίκυ Μάους. Και το τότε αγαπημένο μου: τις ιστορίες του Γερο-Στάθη. Μερικά χρόνια αργότερα, αυτός μετονομάστηκε σε Μπάρμπα Στάθη –είμαι σίγουρη πως είναι ο ίδιος- κι έγινε κι αυτός μπάμιες και φασολάκια… Κι εγώ στραπατσάδα…

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Αλκοολισμός














Δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια της. Τα χέρια της έτρεμαν. Το οινόπνευμα είχε αρχίσει να επηρεάζει επικίνδυνα το νευρικό της σύστημα. Οι μυς της έφθιναν, τα πνευμόνια της έφραζαν από τις δεκάδες τσιγάρων που συνόδευαν το ανεξέλεγκτο πια μεθοκόπημα. Ολόκληρος ο οργανισμός της κατέρρεε και συμπαρέσυρε το πνεύμα. Δεν ήταν πια σε θέση να σκεφτεί καθαρά, ούτε τις λιγοστές στιγμές που ήταν νηφάλια. Η μνήμη της την πρόδιδε όλο και συχνότερα. Μπέρδευε τα λόγια της, έκανε αναγραμματισμούς, ξεχνούσε ακόμη και καθημερινές λέξεις.

Το μικρό της διαμέρισμα έμοιαζε με χοιροστάσιο, τα πιάτα στοιβάζονταν για βδομάδες στο νεροχύτη, μέχρι να την επισκεφθεί η μάνα της από το χωριό και να της τα πλύνει εκείνη. Έπινε πάντα σε μία κούπα του καφέ. Πάντα την ίδια. Όπως ήταν, άπλυτη. Της έχυνε μέσα μία πικρό καφέ και μία οτιδήποτε αλκοολούχο έπεφτε στα χέρια της. Σε κάθε πιθανή κρυψώνα του σπιτιού υπήρχαν χωμένα μπουκάλια, συνήθως άδεια. Οι κουρτίνες κιτρινισμένες, η ατμόσφαιρα πηχτή. Δεν αέριζε ποτέ. Την έπαιρνε ο ύπνος μεθυσμένη πάνω στον παλιό καναπέ με τα βγαλμένα άντερα. Δίπλα στις κούτες και τ΄ αποφάγια από πίτσες ημερών.

Δεν έτρωγε πολύ. Πότε-πότε μόνο δάγκωνε λίγο από κάποιο παλιοκαιρισμένο κομμάτι. Κι έπινε κάτι βιταμίνες, για να κοροϊδεύει τον εαυτό της, πως κάνει κάτι γι’ αυτόν, πως δήθεν τον νοιάζεται… Είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Μία σκιά του παλιού της εαυτού. Και το δέρμα της είχε κι αυτό κιτρινίσει σαν τις κουρτίνες κι είχε γεράσει πρόωρα.

Το τηλέφωνο είχε από καιρό πάψει να χτυπάει, οι φίλοι είχαν κουραστεί απ’ την κατάντια και το άφημά της. Ένοιωθαν ανήμποροι να της προσφέρουν το παραμικρό, αλλά κι εκείνη δεν είχε τίποτα πια να τους δώσει. Είχαν όλα στερέψει. Έτσι κι αλλιώς τις περισσότερες φορές έδειχνε με κάθε τρόπο, πόσο την κούραζαν αυτές οι «κοινωνικές» επισκέψεις, όπως τις έλεγε. Προτιμούσε τη μοναξιά. Τουλάχιστον δεν χρειαζόταν να δείχνει χαρούμενη, ούτε ήταν υποχρεωμένη να ντύνεται και να φτιάχνεται για τα μάτια κανενός. Γιατί μέσα στη μέθη της σερνόταν ακόμα κάποιος τραυματισμένος ναρκισσισμός και δεν ήθελε να την βλέπουν οι άλλοι στα μαύρα της τα χάλια. Γι’ αυτό εξάλλου είχε σταματήσει να βγαίνει κι από το σπίτι. Το έκανε σπανίως, μόνο όταν ήταν απόλυτη ανάγκη.

Πώς άραγε είχε φτάσει μέχρι εκεί; Ούτε που είχε καταλάβει. Στην αρχή έπινε απλώς, γιατί βαριόταν. Και γιατί όλα της φαίνονταν ανούσια και μάταια. Χαζά… Με τον καιρό της έγινε συνήθεια. Παραμελούσε τις καθημερινές ασχολίες της, τον εαυτό της, ακύρωνε ραντεβού, ξεχνούσε γενέθλια και γιορτές, κοιμόταν όλη μέρα...

Ώσπου ήρθε εκείνος. Εκείνος που νόμιζε, πως θα της άλλαζε τη ζωή. Που μπορούσε να κάθεται να τον ακούει για ώρες. Και σαν κοιμόταν να τον χαζεύει μέχρι να ξημερώσει. Όμως κι εκείνος έφυγε. Δεν άντεχε αυτήν τη μονοτονία του «Μόνοι, μαζί, συνέχεια, μέσα…» Ούτε την αγάπη της άντεχε: του είχε γίνει στενός κορσές. Άσε που του έκανε αφόρητες σκηνές ζήλιας. Κόλαση. Ήταν προδιαγεγραμμένη η πορεία αυτής της σχέσης, δεν υποφερόταν από κανέναν για πολύ.

Εκείνη τον είχε αποχαιρετήσει με προσποιητή αδιαφορία στην πόρτα του διαμερίσματός της. Μόλις την έκλεισε όμως, πέταξε απελπισμένη πάνω της ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Μετά σύρθηκε κλαίγοντας μπροστά απ’ την πόρτα και έγλυψε το χυμένο κρασί από το πάτωμα, μέχρι που τα χείλη της έγιναν μαβιά. Δεν ξανασηκώθηκε ποτέ…

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

Το παιχνίδι των μπάτσων




Η mary μου έδωσε σήμερα
το έναυσμα γι’ αυτό εδώ το post
με ένα σχόλιό της:

«άραγε το μίσος να βγαίνει από το μισό; να' χει σχέση με τον μισό εαυτό μας, όταν όλο το καλό χάνεται μέσα μας και μένει μόνο το κακό; ..υπάρχει πάντα κι ο άλλος μισός εαυτός, no?»


Ένας φίλος μου από το Γυμνάσιο έπινε διάφορα τότε. Μια φορά που είχε πάρει LSD, έβλεπε τους ανθρώπους ασπρόμαυρους και θεώρησε ότι έβλεπε μαύρη την κακία τους και άσπρη την καλοσύνη τους. Αυτό το αίσθημα του έμεινε για καιρό, αφού είχε φύγει η επίδραση του LSD. Έτρωγε φλασάκια και ξαναέβλεπε τους ανθρώπους ασπρόμαυρους. Μια μέρα μου είπε πως μοιάζω με yin-yang, χωρισμένη καθέτως στη μέση. Μάλιστα… ΟΚ… δεν μου φάνηκε κακό… (Το οριζοντίως θα με πείραζε λίγο…)

Πρόσφατα, κάποιος άλλος φίλος μου έλεγε, πως είμαι δύο: μία γλυκιά και μια στριμμένη. Με ρώταγε «Τώρα ποια απ’ τις δύο ενδιαφέρεται;» και τέτοια. Με τον καιρό συνειδητοποίησα, πως κι αυτός τους βλέπει όλους διπλούς. Χωρίς να έχει πιει όμως τίποτα. Θυμήθηκα τον φίλο μου απ’ το Γυμνάσιο. Ίδια φάση ουσιαστικά, μόνο που ο καινούριος μου φίλος δεν έχει καλά οπτικοακουστικά μέσα. Διακρίνει τη δυαδικότητα μόνο νοερά. Δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα, αν το κάνει με το τρίτο του μάτι ή με εγκεφαλική επεξεργασία των δεδομένων… Νομίζω, ούτε κι ο ίδιος.

Είμαστε λοιπόν όλοι οι άνθρωποι δύο; Ή σαν τους μπάτσους παίζουμε υποσυνείδητα το παιχνίδι του καλού και του κακού; Σαφώς, όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε μέσα μας όλες τις ιδιότητες του κόσμου. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα ήμασταν σε θέση και να τις αναγνωρίζουμε. Όμως αυτός ο διαχωρισμός σε μαύρο-άσπρο, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Όχι τόσο με την έννοια του καλού-κακού –ποσώς θα με ενδιέφερε κάτι τέτοιο- αλλά με την έννοια της διαρκούς εσωτερικής σύγκρουσης.

Η πιο σαφής συγκινησιακή μου συνειδητοποίηση των τελευταίων χρόνων είναι ακριβώς η σύγκρουση αυτή. Ο «μισός» μου εαυτός επιθυμεί με πάθος, ο άλλος μισός βάζει αυτομάτως μπροστά έναν μηχανισμό καταστολής κάθε επιθυμίας. Άλλοτε εντονότερα, άλλοτε πιο υπόγεια. Σίγουρα πάντως ποτέ δεν διακατέχομαι από μία διακαή και κυρίαρχη επιθυμία. Πάντα συνοδεύεται από τον άλλον μπάτσο. Τον καλό, τον κακό… αναλόγως την περίπτωση και την επιθυμία. Έτσι κι αλλιώς τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος είναι ποιος…

Επικεντρώνομαι στην επιθυμία, γιατί αυτή κινεί τα νήματα της ζωής μας, no? (no? που λέει κι η Μαιρούλα στο σχόλιό της...) Κι οι αντιδράσεις μας είναι η απόρροια του θυμικού μας. Όποιος μπάτσος επιβάλλεται κάθε στιγμή μέσα μας, παίρνει και το λόγο προς τα έξω…

Μ’ εσάς όμως τι γίνεται; Έχετε παρακολουθήσει ποτέ να διαδραματίζεται αυτό το παιχνίδι;

Αλλού τρως...

















...αλλού πίνεις...
...αλλού πας και τα δίνεις!

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Mίσος











Πόσο μίσος μπορεί να γεννηθεί ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που κάποτε αγαπήθηκαν;
Πώς γίνεται αυτό;
Δεν είναι το πάθος… μην μου μιλήσετε για πάθος…

Έχω δει το μίσος να φυτρώνει μέσα στην πιο παγωμένη ατμόσφαιρα του κόσμου.
Μέσα στην πλήρη αδιαφορία και την άκρα σιωπή.

Το έχω δει να φουντώνει μέσα στην τρέλα της αδιέξοδης καθημερινότητας.
Μέσα σε εκκωφαντικές φασαρίες, παιδιάστικες αντιζηλίες και γελοίες αντιπαραθέσεις.

Το έχω δει να βγάζει ρίζες μέσα στις καρδιές όσων έχουν πράγματα να μοιράσουν και δεν ξέρουν, πώς να το κάνουν. Γιατί πάντα όλοι είμαστε αδικημένοι.

Το έχω δει να ξεσπάει ανάμεσα σε παλιούς φίλους για μια γυναίκα, για μια σταδιοδρομία, γιατί η τύχη στάθηκε ευνοϊκή μονάχα για τον έναν.

Το έχω δει στα μάτια του περιφρονημένου, το έχω δει και στα μάτια του καταπιεσμένου.
Το έχω δει στις ανελέητες πράξεις του απατημένου και του εξαπατημένου.
Το έχω δει στις σκοτεινές αντιδράσεις του μελλοθάνατου απέναντι στον ζωντανό.
Το έχω δει παντού… και όχι, δεν είναι πάθος… γιατί το πάθος σβήνει…

Το μίσος γεννιέται, όταν δεν υπάρχει πια θέση για τίποτα άλλο. Όταν νοιώθεις, ότι σου έχουν πάρει τα πάντα και σ' έχουν αφήσει γυμνό κι απελπισμένο.
Ναι… η απελπισία γεννάει το μίσος… Όταν δεν μπορείς πια να το παλέψεις…

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Και μετά έφυγα…



Πήγα σήμερα super market και την ώρα,
που έβαζα τα πράγματα σε σακούλες
κι ετοιμαζόμουν να φύγω από ‘κεί μέσα,
άκουσα αυτό το τραγούδι.

Μου άρεσε πάντα η μελωδία του,
αν και σπάνια ακούω ελληνική μουσική
-τά’ χουμε ξαναπεί: μόνο όταν είμαι καψούρα.

Τα λόγια του δεν τα είχα βέβαια προσέξει ποτέ,
όμως εκεί που έβγαζα την κάρτα να πληρώσω,
κάτι μου έλεγε μέσα μου να τα ακούσω.
Για πρώτη και τελευταία φορά…

Μετά έφυγα…














Προσεγγίσεις

Λέω να περιαυτολογήσω σήμερα. Εγώ λοιπόν (με στόμφο: ΕΓΩ) έχω πάντα δίκιο. Κι έχουμε αλληλοδιαλεχτεί εδώ και χρόνια με μία φίλη, που επίσης έχει πάντα δίκιο. Μερικές φορές βέβαια διαφωνούμε, αλλά αυτό δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο.
Έχουμε κι οι δύο δίκιο.

(Ήταν κάποτε δύο και διαφωνούσαν.
Έρχεται ένας τρίτος και τον ρωτάνε ποιος έχει δίκιο.
Ο 3ος λοιπόν ακούει τα επιχειρήματα του 1ου και λέει «Δίκιο έχεις». Ακούει τα επιχειρήματα του 2ου και λέει «Κι εσύ δίκιο έχεις».
Ένας, που άκουγε την κουβέντα, πετάγεται και λέει
«Μα πώς είναι δυνατόν να έχουν κι οι δυο δίκιο;»
Κι εκείνος του απαντά: «Κι εσύ δίκιο έχεις»!)


Anyway, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και με τη φίλη μου. Έχουμε κι οι δύο δίκιο, ακόμα κι όταν διαφωνούμε. Βλέπουμε απλά το θέμα από άλλη οπτική γωνία. Αυτό δεν έχει καμία, μα καμία σημασία ως προς την ορθότητα των απόψεών μας.

Αλλού θέλω να καταλήξω όμως: το ότι έχουμε πάντα δίκιο μπορεί να ακούγεται φαιδρό, αλλά δυστυχώς –και τονίζω το δυστυχώς, γιατί συχνότατα έχουμε κι οι δύο μία τάση προς τον αρνητισμό- δυστυχώς λοιπόν επαληθεύεται διαρκώς. Πες το ευφυΐα, πες το διαίσθηση, πες το εμπειρία, πες το κωλοφαρδία, πες το γνώση διάφορων καταστάσεων και ειδικά ανθρώπινης ψυχολογίας, πέφτουμε τις περισσότερες φορές μέσα στις κρίσεις και στις προβλέψεις μας.

Ενίοτε, δε, καταλαβαίνουμε καλύτερα τους άλλους απ’ ό,τι οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη μας διαφορά με τη φίλη μου. Στην στάση μας. Εκείνη κρατάει μια συναισθηματική απόσταση και τις (κατά βάση αληθείς) κρίσεις της για πάρτη της.
Εγώ απ’ την άλλη πέφτω με τα μούτρα στους ανθρώπους που μου κινούν το ενδιαφέρον και τους ξεφουρνίζω ό,τι έχω και δεν έχω σκεφτεί γι’ αυτούς.

Αυτή η διαφορά στη στάση μας οφείλεται στην εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεσή μας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τα βιώματά μας. Αυτό τώρα δεν θα κάτσω να το αναλύσω, πάντως είναι ενδιαφέρον, πώς δύο άνθρωποι χειρίζονται τόσο διαφορετικά την ίδια ουσιαστικά γνώση.

Εκ πρώτης –είμαι σίγουρη- όλοι θα θεωρήσετε, πως η στάση της φίλης μου είναι σωστότερη. Εγώ πάλι δεν κρίνω τα πράγματα ως σωστά και λάθος. Γιατί, εάν τα έκρινα έτσι, προφανώς θα είχα αλλάξει. Απλά οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας κι ο καθένας πορεύεται μ’ αυτήν του τη διαφορετικότητα. Έτσι κι αλλιώς όλες οι προσεγγίσεις έχουν και τα θετικά τους και τα αρνητικά τους, ανάλογα με την περίπτωση.

Πάντως το μόνο στάνταρ αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς είναι κυρίως η εξής:
η φίλη μου αποφεύγει επιμελώς να πληγώσει και να πληγωθεί, εγώ αγνοώ συνειδητά αυτήν την προοπτική και βέβαια συχνά και πληγώνω και πληγώνομαι.

Όμως ξέρετε κάτι; Δεν μετανοιώνω στιγμή.
Έχω δει ανθρώπους να μεταμορφώνονται μέσα από τον (πάντα με τρυφερότητα, όπως κι αν δείχνει εξωτερικά) πόνο, που τους προκαλώ.
Όσο για μένα; ΕΙΜΑΙ οι πληγές μου και νοιώθω όμορφα, όταν τις αγγίζω…
Κι αυτός ο πόνος, που στην αρχή είναι αφόρητος και με το χρόνο απαλαίνει, είναι η πηγή της εξέλιξης, της έμπνευσης και εν τέλει της όποιας ηδονής νοιώθω σ’ αυτήν την ζωή.

Λέτε τελικά να είμαι σαδομαζό-;
(για το ψωνάρα δεν το συζητώ...)

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Ενίοτε τα παίρνουν όλοι...

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

Ευχαριστώ














Μόνη στο σπίτι… Παλιά το σιχαινόμουν αυτό, τώρα τ’ αποζητώ…
Παράξενη πού ‘ναι η ζωή… Για μένα ήταν πάντα οι «άλλοι» το σημείο αναφοράς μου.
Τώρα τρέχω γυμνή στα λιβάδια της απόλυτης μοναχικότητας. Και το απολαμβάνω.

Απολαμβάνω τη γύμνια μου, την εξάλειψη της ντροπής.
Νοσταλγώ μονάχα τον εραστή.
Τον εραστή, που πάντα μεταμορφωνόταν αργά ή γρήγορα σε αρωγό ή κριτή μου.
Ποτέ δεν έμενε γνήσιος, αυτούσιος εραστής μου. Ίσως ούτε κι εγώ...

Όμως...

Ένας αλλοτινός εραστής, ένας νυν σύντροφος με έφερε εδώ που είμαι τώρα.
Αυτός μου θύμισε, πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή.

Οι «άλλοι» μάς διαπλάθουν με την ύπαρξή τους.
Όχι με τα λόγια τους, ούτε καν με τις πράξεις. Μόνο μ’ αυτό που οι ίδιοι ΕΙΝΑΙ.
Κι αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε να μασκαρευτεί.

Και το μεγαλύτερο δώρο, που μπορεί να σου χαρίσει κανείς, είναι η αίσθηση της ελευθερίας.
Η πίστη, πως δεν έχεις ανάγκη κανέναν, πως δεν εξαρτάσαι από κανέναν.
Κυρίως όχι απ’ αυτόν που σου προσφέρει ουσιαστικά τα πάντα.

Ίσως η ψευδ-αίσθηση, πως θα μπορούσες να ζεις και μόνος…

Η μόνη αλήθεια ανάμεσα στους ανθρώπους είναι αυτή. Χωρίς πολλά-πολλά πάρε-δώσε.
Η απλή αλήθεια τού να ΕΙΣΑΙ… εκεί…

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2007

Ο ταξιδιώτης














Αναρωτιόταν, αν χαραμίζει τις μέρες του σε άσκοπες περιπλανήσεις.
Ταξίδια εξωτικά σε άνυδρους τόπους, εχθρικούς, απάνθρωπους.
Κάθε ημέρα έλιωνε κάτω απ’ τον πυρακτωμένο ήλιο.
Κάθε νύχτα έτρεμε μονάχος στην παγωνιά της ερήμου.
Ταξίδι χωρίς επιστροφή προς την αφετηρία…
Έπρεπε να περπατήσει μέχρι εκεί, που θα συναντούσε πάλι κάποια ζώσα ψυχή.

Τόσον καιρό συντροφιά τού κρατούσαν μονάχα τα φίδια και τα όρνεα.
Τα φίδια ήξερε να τ’ αποφεύγει.
Το μάτι του έπιανε την παραμικρή τους κίνηση μέσα στο ακίνητο τοπίο.

Τα όρνεα όμως καραδοκούσαν ένα παραπάτημά του, μία αδυναμία του.
Τη στιγμή του ονείρου θα κατέβαιναν να του σκίσουν τις σάρκες.
Δεν θα τον άφηναν να πεθάνει, όχι.
Μόνο τους μέλημα να τον επαναφέρουν στον εφιάλτη αυτού του τρομακτικού ταξιδιού.
Να μην κλείνει τα μάτια, να μην αναπαύεται ποτέ.

Περιφέρονταν αδιάκοπα πάνω απ’ το κεφάλι του,
τον ήθελαν όμηρο στη μοίρα τη δική τους,
τη μοίρα που τα γέννησε σε τούτον τον καταραμένο τόπο.
Μόλις πλησίαζε κάποιο χωριό, έπεφταν πάνω του με μανία,
τον αποπροσανατόλιζαν για ακόμα μία φορά.
«Όχι, κανείς δεν ξεφεύγει από ‘δώ», έμοιαζαν να κράζουν χαιρέκακα.

Όμως ήταν μόνο πουλιά κι αυτός έμπειρος πια ταξιδιώτης.
Του άρεσε απλά να περνάει δοκιμασίες, να κινδυνεύει, να αναζητά τα όριά του.
Και είχε καλά φυλαγμένους τους χάρτες στο σακίδιό του.
Δεν θα χανόταν ποτέ οριστικά…

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2007

Use it before you lose it














Μ’ αρέσει να ξεφτιλίζω τα πράγματα. Δεν θέλω να μένουν ανέγγιχτα, να τα χαζεύω.
Θέλω να τα πιάνω, να τα μυρίζω, να τα φχαριστιέμαι.
Να ασχολούμαι μαζί τους, να παίζω, να τα φτάνω στα άκρα.

Όταν χαλάνε, τα πετάω.
Στεναχωριέμαι λίγο, όταν χαλάει κάτι που μ’ αρέσει πολύ, αλλά το έχω πάρει απόφαση, πως έτσι είναι η ζωή. Και απλά πάω για ψώνια, να αντικαταστήσω το παλιό.

(Τα πράγματα έτσι κι αλλιώς χαλάνε από μόνα τους...
Θυμάμαι τον πατέρα μου, που έλεγε να τελειώσουμε το χθεσινό ψωμί
κι η μάνα μου του απαντούσε "Έτσι θα τρώμε πάντα μπαγιάτικο!")

Όταν κάτι είναι πολύτιμο; Τι είναι πολύτιμο δηλαδή; Ένα καλό περιδέραιο;
Αν μου αρέσει, θα το φοράω στο λαιμό, μέχρι να βαρεθώ να το βλέπω.

Και αν το χάσω απ’ το λαιμό; Κι αν δεν μπορώ να το αντικαταστήσω;
Τουλάχιστον το χάρηκα για λίγο. Αλλιώς δεν θα το είχα χαρεί ποτέ.

Σιγά μην το βάλω σε θυρίδα. Ποιο το νόημά του τότε;
Έτσι δεν είναι κόσμημα, είναι επένδυση. Και τις επενδύσεις τις έχω χεσμένες.

(Ή μάλλον, θα τις κάνω, αλλά σε ένα είδος, που μου είναι παντελώς αδιάφορο και δεν έχει άλλη χρήση: το χρήμα. Και μόνο αν μου περισσεύει... Δεν μ' αρέσει η μυρωδιά του, ούτε η γεύση του, ούτε θα έκανα μπάνιο μέσα στις λίρες μου σαν τον Σκρουτζ... Προτιμώ ένα αισθησιακό αφρόλουτρο με αιθέρια έλαια, κεριά, τζακούζι, σαμπάνια και... αααααχ!
Ή και το ...αααααχ! σκέτο... Use it before you lose it!)

Με κουράζουν οι άνθρωποι,
που αφήνουν τα πράγματα να χάνουν την αξία τους με τον καιρό και όχι με τη χρήση…

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

Ο μελλοθάνατος

Ήταν εξαρτημένος από την κοκαΐνη και πολύ εριστικός. Θα έλεγε κανείς, πως επιζητούσε τον πόνο. Οι νύχτες του τελείωναν συνήθως στους δρόμους του νησιού με πέντε γνωστούς ή αγνώστους από πάνω του να τον σαπίζουν στο ξύλο. Αναίσθητο σχεδόν τον κουβαλούσαν στο δωμάτιο που νοίκιαζε. Είχε σε όλο του το σώμα σημάδια. Τα πιο πρόσφατα ήταν κάτι τεράστιες τρύπες στα πόδια. Οι τελευταίοι του βασανιστές είχαν χρησιμοποιήσει μαδέρια με σκουριασμένα καρφιά.

Κάθε πρωί ξυπνούσε βογκώντας και ψαχουλεύοντας τις καινούριες του πληγές. Ούτε καν τις περιποιούνταν όμως. Τις αγνοούσε επιδεικτικά, έβαζε τα όμορφα ρουχαλάκια του -ντυνόταν εκκεντρικά και ήταν πάντα πολύ καθαρός, όταν ξεκινούσε τη μέρα του- και έβγαινε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη για καφέ στην πλατεία. Κυκλοφορούσε με μία παρέα, που τον μιμούνταν σε όλα. Μια μικρή συμμορία, που μόνο της σκοπό στη ζωή είχε να προκαλεί τη μικρή κοινωνία του νησιού και τους επισκέπτες του.

Μετά τον καφέ έκανε περατζάδα μπροστά από τα καταστήματα της Χώρας. Προσποιούνταν πως κρατούσε στα χέρια του μαστίγιο, που το κατάφερνε στις πλάτες των ήδη ταλαιπωρημένων απ’ τα χαράματα πωλητών: «Δουλεύετε, σκλάβοι!», τους πετούσε στα μούτρα σαρκάζοντας και συνέχιζε την ανηφοριά του κορδωμένος περισσότερο κι από παγώνι σε περίοδο ερωτικού οίστρου.

Δεν ήταν κακός, ήταν μόνο παράξενος και του άρεσε να τσιγκλάει τα «ανθρωπάκια» γύρω του, να τα «ξυπνάει» από τις καθημερινές τους ασχολίες και μικροσκέψεις. Η κοκαΐνη του χάριζε ένα αίσθημα απόλυτης πνευματικής και σωματικής εγρήγορσης και ανωτερότητας και τον έκανε επίσης να θεωρεί τον εαυτό του άτρωτο. Ίσως να μην ήταν καν η κοκαΐνη. Ίσως να ήταν σχιζοφρενής και επέλεξε την ουσία που ταίριαζε στην ήδη διαταραγμένη ψυχοσύνθεσή του. Πάντως τον χαρακτήριζε μια βιαιότητα εσωτερική και εξωτερική. Σίγουρα δεν έκανε για διπλωμάτης…

Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα μπορούσες να τον πεις αποτυχημένο, ούτε και τεμπέλη. Είχε καταφέρει να φτιάξει μια σειρά club πάνω στο νησί, από τα πιο προσοδοφόρα και δημοφιλή ολόκληρων των Κυκλάδων. Μέχρι τα 35 του είχε γίνει ήδη ένας ζωντανός θρύλος της νύχτας. Έβγαζε πολλά χρήματα -τα χρειαζόταν εξάλλου, για να ικανοποιεί τις ακριβές επιθυμίες και εξαρτήσεις του. Και τα γούστα του. Όλα έπρεπε πάντα να είναι στην εντέλεια για την παράξενη ομολογουμένως, αλλά άκρως ανεπτυγμένη και ενδιαφέρουσα άποψή του περί αισθητικής.

Και με τις γυναίκες δεν τα κατάφερνε άσχημα. Είχε «κάτι». Στην πορεία τα χάλαγε, καθώς τους έκανε δημόσιες σκηνές ζήλιας απείρου κάλλους και τις έστελνε κι αυτές στο σπίτι να περιποιηθούν τα τραύματά τους. Μια φορά, σε μια απ’ τις συνηθισμένες του με τον καιρό κρίσεις, είχε σφάξει τη γάτα της φιλενάδας του, για να γίνουν πιο σαφείς οι προσδοκίες του απ’ αυτήν. Κάποια νεαρή Αγγλίδα, που έπεσε κι αυτή θύμα της ιδιότυπης γοητείας του, αποφάσισε να μείνει πλάι του στο νησί και μάλιστα να γεννήσει τα παιδιά του. Παρέμεινε μαζί του μέχρι το τέλος.

Το τέλος, που τον βρήκε πριν προλάβει να πατήσει τα 45. Κατέρρευσε μέρα-μεσημέρι μέσα σε ένα café, μπροστά στα μάτια των λιγοστών θαμώνων του μαγαζιού. Η γραμμή της Ζωής στην παλάμη του έτσι κι αλλιώς κάθε ημέρα μίκραινε. Ήταν φανερό, πως θα πεθάνει νέος. Και εξάλλου, τι να ‘κανε από ‘κεί και πέρα; Η σπιρτάδα των νιάτων είχε αντικατασταθεί από ένα κατεστραμμένο μυαλό κι ένα χιλιοβασανισμένο σώμα. Και η ψυχή του είχε μαυρίσει...



...μόνο μια μέρα -ελάχιστα πριν το θάνατό του- θυμήθηκε μια κοπέλα από τα παλιά, που τον είχε αγαπήσει και τον είχε αποδεχτεί έτσι ακριβώς όπως ήταν. Ήταν ίσως η μοναδική γυναίκα, που είχε συναντήσει στη ζωή του και δεν τον φοβόταν. Γι' αυτό και δεν την είχε αγγίξει με βία ποτέ. Παράξενο κορίτσι… Του ‘λεγε το «Σ’ αγαπώ» ανενδοίαστα, κοιτάζοντάς τον τρυφερά, αλλά και περιπαικτικά μέσα στα μεθυσμένα του μάτια. Δεν είχε θέση στη ζωή του τότε: ήταν μια τρελή πιτσιρίκα, θα την κατέστρεφε.

Όμως εκείνη τη μέρα, τόσα χρόνια μετά και λίγο πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, στον οποίο δεν κατάφερε ποτέ να χωρέσει, την πήρε στο τηλέφωνο και της είπε με σπασμένη φωνή: «Κι εγώ σ΄ αγαπώ… πολύ…»

Κι εκείνη τον αγαπά ακόμα... πολύ... κι ας ήταν τόσο, μα τόσο χαμένος...