Header Painting by Agapi Hatzi

Τρίτη, Απριλίου 22, 2014

Λαθραία ζωή




Έψαχνε από παιδί να ξεφύγει από τη «μοίρα» που κάποτε την έλεγαν επιλογή θεών,
απ’ ό,τι φαίνεται όμως την είχαν προαποφασίσει γι’ αυτόν οι γονείς που του έλαχαν,
η χώρα και η κοινωνία μες στην οποία τον πέταξε πριν αρκετά χρόνια η τύχη
-αυτή ναι, είναι θεά, άξια πολλών σπονδών και θυσιών-,
αλλά και οι δικές του προδιαγραφές όπως προδιαγράφηκαν μέσα στο προδεδικασμένο περιβάλλον…

«Χμμμμ…», σκεφτόταν καθώς τρανταζόταν από ένα απότομο φρενάρισμα του τραμ,
«…πρέπει να κάνω κάτι άλλο… αύριο όμως…».

Ήτανε καλοκαίρι, οι μασχάλες του κόλλαγαν, ίσως να μύριζαν κιόλας λιγάκι,
ένιωθε ένα ανεπαίσθητο φτερούγισμα στο στομάχι, ένα άγχος υπαρξιακό,
και ταυτοχρόνως μια τεράστια επιθυμία χωρίς συγκεκριμένο «παραλήπτη»…

Κατέβηκε στον άδειο του Αυγούστου δρόμο,
οι περισσότεροι ρούφαγαν τώρα ποτά με ομπρελίτσες κάτω από ψάθινες ομπρελίτσες
και «υπό την κοινή ομπρέλα της άγνοιάς τους»,
σκέφθηκε με αηδία κατευθυνόμενος προς το αγαπημένο του βιβλιοπωλείο, στο κέντρο της πόλης…
Τα βιβλία, οι σιωπηλοί του φίλοι τον περίμεναν πάντα υπομονετικά, ποτέ δεν του τηλεφωνούσαν,
ούτε τον πίεζαν, και το σπιτάκι τους απέπνεε μια ανακουφιστικά απόμακρη δροσιά…
έως και παγερή όταν τσίτωναν οι υπάλληλοι τα air condition.

Το αμέσως επόμενο αγαπημένο του στέκι ήταν μπροστά στα ψυγεία των super market…
διάλεγε με τις ώρες γιαούρτια κι αποβουτυρωμένα γάλατα…

Καθισμένος σ’ ένα αναπαυτικό σκαμπό, μπροστά από τα ράφια της αστρολογίας
–ποιος θα περίμενε κάτι τέτοιο από έναν άνθρωπο της διανόησης;-
ξεφύλλιζε μηχανικά κάτι «χάρτες», φίσκα στους εφαπτόμενους κύκλους και τα ζωδιακά σύμβολα…
Αυτά τα ελάχιστα συναρμολογούσαν τον κόσμο ολόκληρο, μια υπέροχη κατά την άποψή του αλληγορία,
ένας κόσμος συμπυκνωμένος, εύπεπτος και πάνω απ’ όλα προβλέψιμος.
Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς;

Και παραλλήλως προσπαθούσε να θυμηθεί τα δικά του…
Η μνήμη του ρέταρε απελπιστικά τελευταίως, τι τελευταίως δηλαδή,
εδώ είχε χάσει ολόκληρο κεφάλαιο, όλα τα χρόνια από τα 3 μέχρι τα 12 περίπου, κενό.

Κάποια ψυ -έτσι αποκαλούσε τους διάφορους ψυ (-χολόγους, -ίατρους, -χοθεραπευτές),
που τους είχε φάει με το κουτάλι-,
και την οποία τού την είχε παραχωρήσει δωρεάν το κράτος λόγω ασθενείας
-τις επαγγελματικές της υπηρεσίες, όχι την ίδια, παρόλο που αυτό θα ήταν μάλλον πιο αποδοτικό-,
του είχε πει πως πιθανώς να τον παρενοχλούσε σεξουαλικώς η μητέρα του
και γι’ αυτό το μυαλό του είχε αποφασίσει να σκίσει μερικές σελίδες από το βιβλίο της ζωής του.

Ε ναι, ένα βιβλίο ήταν κι αυτός, τι άλλο;
Ένα βιβλίο κακογραμμένο από μια μάνα υπερβολικά νέα για παιδιά, έναν πατέρα στην κοσμάρα του,
έναν αδελφό προσωποποιημένο τίποτα, φίλους ανύπαρκτους και πολλές, υπερβολικά πολλές κακές γκόμενες.
Μ’ αυτούς τους όρους σκεπτόταν… ήταν περιορισμένης ευθύνης η ψυχή του, ήταν πάντοτε έρμαιο,
των άλλων, των καταστάσεων, της τύχης κυρίως, α ναι, το ξαναείπαμε αυτό…
Συχνά επαναλαμβανόταν, ιδίως μες στο κεφάλι του γυρόφερνε τις ίδιες ατάκες από τότε που…
θυμόταν. Από τα 12 δηλαδή.

Αυτό που τον απασχολούσε πάνω απ’ όλα πάντως ήταν η αδιάλειπτη έλλειψη αληθινής ηδονής·
ήταν διαγνωσμένος ανηδονικός. Δεν ένιωθε Χριστό… είχε και παντελή έλλειψη πίστης εξάλλου,
πώς να νιώσεις Χριστό όταν είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει;
Πώς να νιώσεις ηδονή, όταν είσαι σίγουρος πως ηδονή είναι η αποκορύφωση της βλακείας του κοινού νου,
στην οποία απλά αρνούνταν επιμόνως να παραδοθεί;..

Δεν φτάνει που τον έκαναν όλοι ό,τι ήθελαν,
αυτό του έλειπε, να τον τραβολογάνε κιόλας απ’ τη μύτη λόγω… ηδονής.
Ε όχι, δεν θα τους έκανε αυτή τη χάρη.
Τον έφτανε να τους παρακολουθεί, αθέατος μεταξύ τους, όλους αυτούς του πρωτόγονους…
Παλιά το έκανε live στα παρκάκια, τώρα είχε το Internet, ω ρε τι έβλεπαν τα ματάκια του, τσάμπα και χωρίς να κουνάει ρούπι…
Και με τραγούδια λαϊκά στη διαπασών μες απ’ τ’ ακουστικά του…
Αυτό ναι, αγγίζει κάποιες στιγμές τα όρια της ευτυχίας.

Δε μπορούσε να παίζει δυνατά τη μουσική του, ήταν μέσα κι οι άλλες…
Ναι, είχε κι αυτός γυναίκα -γιατί; δεν δικαιούταν αυτός γυναίκα;- με κόρες αλλουνού, στην εφηβεία.
Δεν ήταν τίποτα το συγκλονιστικό, ήταν όμως το λιμάνι του,
είχε αράξει πάνω από μια δεκαετία αρόδο στο λιμάνι αυτό, είχε και θέα στο Σαρωνικό,
ώριμη, ευκατάστατη, κυρία και πάνω απ’ όλα bi-, μαζί χάζευαν τα θηλυκά στην οθόνη
και μετά σερνόντουσαν ως το κρεβάτι αγκαλιά με τις κοινές φαντασιώσεις τους…

«Αγάπη δεν είναι να κοιτάζεσαι στα μάτια· αγάπη είναι να κοιτάς προς την ίδια κατεύθυνση»,
ήταν τ’ αγαπημένο του motto.

Κοίταξε το ρολόι του και σηκώθηκε ράθυμα απ’ το σκαμπό του.
Είχε πάει 2.30 η ώρα κι ήταν ολόκληρο ταξίδι μέχρι το σπίτι του…
Όλη την παραλιακή διένυε μέσα στο τραμ
-αχ, πόσο του άρεσε να χαζεύει τα γκομενάκια που στριμώχνονταν από τις πλαζ,
ξένες οι περισσότερες, δεν είχαν λεφτά για τα νησιά, ούτε καν για ρούχα, με κάτι τσίτια ντυνόντουσαν,
όλα στη φόρα, κι αυτός μάζευε στα κρυφά δουλειά για το σπίτι…

Λαθροκοιτούσε, χαμπάρι ποτέ δεν έπαιρνε κανένας,
μπροστά στον κόσμο είχε εξάλλου πάντα μια εναλλακτική να κρύβεται η αμηχανία των χεριών τουλάχιστον,
ένα πορτοκαλοκόκκινο κομπολογάκι, ατόφιο κεχριμπάρι
-δώρο απ’ την παλιά των νιάτων του αγαπημένη που τώρα πια κείτονταν παγωμένη
 μέσα στον τάφο της στη ‘Σαλλονίκη, χτυπημένη απ’ την «επάρατο»-,
είχε το κομπολόι του λοιπόν για τους δημόσιους χώρους να παίζει, να το χαϊδολογά
και να μετράει τις ώρες τις χαμένες της ζωής του…

Τραμ… το τέλειο μέσο, αργό και τεμπέλικο όπως ο ίδιος…

Έφτασε στον προορισμό του γέρος πια… ναι…
είχε γεράσει κάπου στη διαδρομή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας… μέσα στο τραμ… χαζεύοντας τους άλλους…
Έπιασε να ανεβαίνει ασθμαίνοντας την τεράστια ανηφόρα προς το νοικιάρικο «λιμάνι» του,
μα τα πόδια του δεν τράβαγαν, είχε κι αυτά τα παλιοσίδερα μέσα στο γόνατο απ’ το ατύχημα,
πόσα ν’ αντέξει πια μια ψυχή που γεννήθηκε σε κορμί ασθενικό και με μοναδική πεποίθηση
πως ήρθε στη ζωή κάτι για να περιμένει;
Ναι, σ’ όλη του τη ζωή η πιο βαθιά του αίσθηση ήταν αυτή: πως κάτι έπρεπε να περιμένει…

Μα τώρα που το ξανασκεφτόταν… βήχοντας ελαφρώς απ’ την υπερπροσπάθεια…
Μπα… είχε βαρεθεί πλέον να περιμένει.
Είχε βαρεθεί και ν’ ανεβαίνει καθημερινά την ίδια κωλοανηφόρα. Και να ξανακατρακυλά…
Κάθισε σε μια ακρούλα, απ’ όλους αόρατος, έκλεισε χαλαρά τα μάτια και πέθανε.

Τον ακολούθησαν υπάκουα -μα λίγο απρόθυμα-, οι συνήθειες και τα χούγια του.