Header Painting by Agapi Hatzi

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Yes, I do

«Σ’ αγαπώ», είπε αβασάνιστα
και κοίταξε γύρω της τη θολή παρουσία των ανθρώπων στον μάλλον στενό χώρο.
Ο καπνός λίγος, όλοι είχαν προθυμοποιηθεί -όχι αβασάνιστα-
να περιορίσουν τις επιθυμίες τους
καθώς ο χρόνος στένευε κι αυτός και έφτανε μονάχος να τους πνίξει.

«Ή ίσως… σ’ ανέχομαι», είπε σε μια έκλαμψη ειλικρίνειας -ή μέθης.

Ο άντρας της έριξε μια καλοσυνάτη ματιά,
έχωσε χαδιάρικα το μουσούδι του στα φρεσκολουσμένα μαλλιά της και της ψιθύρισε:

«Αρκεί να με δέχεσαι… Δέχεσαι;»

Σάββατο, Δεκεμβρίου 18, 2010

Απορίες

Αν όλα έχουν ειπωθεί από αρχαιοτάτων χρόνων
και σ’ όλες τις ντοπιολαλιές
Αν έχουν γεννηθεί παιδιά που η γη δεν τα χωράει
Αν η τεχνολογία προχωρά σχεδόν ερήμην
και όλα γίνονται μηχανικά
Τι είναι αυτό που σε αξιολογεί μέσα στην κοινωνία;
Τι είναι αυτό που θα σε κατατάξει στους τάχα ωφέλιμους,
στους οκνηρούς, στους πέρα για πέρα άχρηστους;
Ποιο είναι εντέλει το κριτήριο;
Του ανθρώπου; για τον άνθρωπο;


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

Εσύ διάλεξες αλήθεια…

Όλα σε φωνάζουν όταν εσύ έχεις φύγει,
όλα σε θέλουν σαν έχεις κουραστεί.
Όλα όσα σου έλειψαν σού έρχονται πακέτο
τυλιγμένα σε γριζασημί κορδέλα 
και με καρτούλα «Καλή Ανάσταση!»
και τι διάολο να τα κάνεις
αφού πια είναι Χριστούγεννα…

-και το ψαλίδι που έψαχνες προχθές
το βρήκες σήμερα που ζήταγες θερμόμετρο-

Όλα σου θυμίζουν πως δεν ήσουνα ποτέ
εκεί που θά ‘θελες να είσαι
όταν ήταν η ώρα σου·
γιατί ανυπομονούσες, βιάστηκες και έφτασες νωρίς
ή ίσως γιατί άργησες
ή ακόμα και καμιά φορά
γιατί η πρόσκληση δεν ήτανε για σένα,
μα εσύ φαγώθηκες να την κρατήσεις·
νόμιζες πως σου ταίριαζε
να γίνεις βασιλιάς σε πάρτυ ξένων.

Πάντα ποθούσες το φιλί κάτω απ’ το γκι
-Ανάσταση-
από άνθρωπο άγνωστο και ξεχασιάρη…



Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010

Αόριστος

Τα πράγματα είχαν πολλές απαιτήσεις
και διαφορετικές από τις δικές του.
Θα μπορούσαν να του δίνουν
1000 πριμ παραγωγικότητας,
τιμές, επαίνους και βραβεία·
ποσώς τον ένοιαζε.
Όχι πως δεν είχε ανάγκη,
-εξάλλου οι ανάγκες κι οι επιθυμίες δεν έχουν τέλος-,
όμως πάνω απ’ όλα μετρούσε γι’ αυτόν
μια ιδέα που είχε συλλάβει μικρός
και πλέον του είχε γίνει δεύτερη φύση:

«Μην αφήνεις τίποτα και κανέναν
να σου ορίζει το χρόνο σου.
Όποιος ορίζει το χρόνο σου, ορίζει εσένα».

Κι αυτός ήταν ήδη από την πρώτη του φύση…
Αόριστος.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

Αλήθεια

Ξέρεις ό,τι σου έτυχε
Τα υπόλοιπα δεν υφίστανται
Όποιος τα είδε τα φαντάστηκε
Κι όποιος τα πίστεψε είναι τρελός
Ξέρεις ό,τι σου έτυχε
Όλα τα άλλα είναι όνειρα
Οράματα και οπτασίες.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

Μην το παλεύεις...

Αυτό που για κάποιον είναι στόχος ζωής,
για κάποιον άλλον είναι φορτικό·
πρόβλημα.
Πώς μπορούν κόσμοι αντίθετοι να συνυπάρξουν;
Πώς μπορεί να κάνει παρέα ο βαριεστημένος γόνος με τον μεροκαματιάρη;
Πώς να συναισθανθεί ο πρωταθλητής τον εκ γενετής ανάπηρο;
Τι έχει να πει ένας τυφλός μ’ έναν ζωγράφο παρανοημένο;
Μία πουτάνα με τη μποέμισσα;
Και ο δημόσιος υπάλληλος με τον τσιγγάνο;
Κλέβουμε από το διαφορετικό ό,τι προλάβουμε,
να ολοκληρωθούμε όσο μας επιτρέπει η φύση μας,
αλλά ποτέ μας δεν καταλαβαίνουμε,
ποτέ δεν προσεγγίζουμε πραγματικά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2010

Και... ναι...

Οι απανταχού αυτοδιορισμένοι «σύμβουλοι»
σου παραθέτουν με ενδελέχεια μεγάλη
τις παπάρες που έχει προλάβει το μυαλό τους
να μηρυκάσει επαρκώς
δίχως να φτύσει όλα τα άγνωστα,
τσουβαλιασμένα τα Άπαντα της Ανθρωπότητας,
και όλα κάπως στρεβλά,
αναγνώσματα, στατιστικές και προ παντός
προσωπικές παρατηρήσεις
-μυωπικές και πρεσβυωπικές και λευκωματικές-,
σε κατατάσσουν σε κατηγορία πάραυτα,
ξεσκονίζουν τα κιτάπια τους
κι ωσαν ονειροκρίτες σου δίνουν συμβουλή
κι ανάθεμα αν έχουν την παραμικρή ιδέα
ποιον διάολο έχουν απέναντι,
πώς τονε λένε,
τι νταραβέρια είχε κι έχει
και τι σκατά έχει τραβήξει
σ’ αυτό που όλοι οι κοινοί καημένοι
λένε ζωή
και κάποιοι άλλοι πέρασμα
και μερικοί εντελώς άλλοι…
ξέρω ‘γω;
φωτεινή ηλιαχτίδα στο μάτι του συμπαντικού κυκλώνα…

Με τη νεραϊδόσκονη στον κώλο, που λέει κι η κολλητή μου…
πορευόμαστε…



Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010

Κατά «συνθήκην» ψεύδη

Ήταν πια μια ώριμη γυναίκα, από τη ζωή ολίγον τσακισμένη:
το όνειρό της να φτιάξει μια πολυμελή οικογένεια,
ένα πρότυπο βασισμένο στους Waltons, μια αμερικανική σειρά από τα παιδικά της χρόνια,
σκόνταψε σε αναπαραγωγικά προβλήματα.
Το πάλεψε, έχασε, το προσπέρασε με ένα δάκρυ και έναν αργόσυρτο αναστεναγμό.

«Οι εμμονές -όπως ακριβώς της φυλακής τα σίδερα- είναι για τους μαλάκες»,
μονολογούσε μέσα της κι έπιασε ν’ ασχολείται με πράγματα άσχετα…
Σε δουλειά να βρισκόμαστε και προ πάντων να ξεχνιόμαστε.
Η ζωή της έτσι κι αλλιώς ήταν μια χαρά ρυθμισμένη κατά τ’ άλλα,
τα θέματα επιβίωσης τα είχε από καιρό λυμένα
κι η σχέση της με τον σύζυγό της παρέμενε πάντα γλυκά συντροφική κι αρκούντως ελεύθερη.

Μέσα σ’ όλα λοιπόν άρχισε να ανακαλύπτει και τη χαρά της αναπαραγωγικής πράξης
ξεκομμένης από την διαιώνιση του είδους και πολύ της άρεσε αυτό και περιχαρής σκέφτηκε:
«Δεν γεννάμε που δεν γεννάμε, να ψαρεύω δεν ξέρω, δεν πάμε λέω εγώ να γαμηθούμε;»
Και έτσι έκανε· ερήμην βεβαίως του συζύγου κι απαλλαγμένη από τον εφηβικό φόβο της εγκυμοσύνης.

Στο τέλος όμως του μήνα την ‘ζώσαν τα φίδια…
Η κόκκινη στρατιά των αποθανόντων κυττάρων αρνιόταν να κάνει την εμφάνιση της.
Περίμενε-περίμενε, ώσπου μια μέρα πήγε κρυφά κι αγόρασε εκείνο το μακρύ στικάκι
που το κατουράς ξυπνώντας και μετά κάθεσαι και το κοιτάζεις με αγωνία να δεις τι χρώμα θα πάρει…
Κακό χρώμα πήρε, τόσο μοιραία κακό, που στ’ αλήθεια προς στιγμήν σκέφτηκε
πως κάποιος θεός παίζει μαζί της
και πως η ίδια άρχισε ξαφνικά να θυμίζει ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας…
Η μήπως κωμωδίας;

Αυτό που με τόσο πάθος είχε κυνηγήσει στη ζωή της
και που αυτή η πουτάνα τόσο πεισματικά της τό ‘χε αρνηθεί
μέσα στα πλαίσια ενός ήρεμου, ταιριαστού κι ευτυχισμένου γάμου,
τώρα της το πέταγε στα μούτρα μες απ’ τα… χέρια ενός σχεδόν άγνωστου!
Αποσβολωμένη έμεινε καθισμένη στη λεκάνη για ώρες, για μέρες
-αδύνατον πλέον να θυμηθεί-,
όταν πάντως επιτέλους σηκώθηκε, τα πόδια της ήταν τόσο μουδιασμένα
που σωριάστηκε σαν ανάπηρη στα πλακάκια του μπάνιου.

«Τι θα κάνω;;;;;;;», ούρλιαζε βουβά
κι όταν κάποτε το ουρλιαχτό μες στο κεφάλι της κόπασε
-ίσως και με τη βοήθεια των ηρεμιστικών σε συνδυασμό με μπόλικο αλκοόλ-,
σήκωσε το ακουστικό και με βραχνή φωνή ψιθύρισε προς την άλλη πλευρά:
«Αγάπη μου, θα γίνεις πατέρας…»


Μέσα στην απόγνωσή της είχε προλάβει να σκεφτεί,
πως ο άγνωστος δεν ήταν τουλάχιστον… μαύρος.

Μεσημέρι

Κάθε σου βήμα 
Σέρνει μαζί 
Πάντα μαζί 
Τη σκιά. 

Μα όταν ο ήλιος 
Είναι ψηλά 
Πολύ ψηλά 
Πολύ μακριά

Μένεις μονάχος 
Ένας 
Δίχως σκιά 
Να ψέγεις. 

Αυτή είναι 
Η ώρα 
Να εκτοξευθείς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Αλαζονία




Ήτανε νέος
όπως κάποτε όλοι υπήρξαν.
Δεν γνώριζε «δεν» και όρια
και όλα τα νόμιζε δικά του
ή πως έμελλε με σιγουριά
κάποια στιγμή να γίνουν.
Δεν έβλεπε, δεν ένιωθε
πόσο μικρός ακόμα ήταν
και πόσο η ζωή
θα φρόντιζε να του το (απο)δείξει.

Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010

Σκοτεινιά

Επιθέσεις κεκαλυμμένες
κακόβουλες κι υστερόβουλες,
θυμός ντυμένος απόσταση
κι ένα επίχρισμα φθηνό ηθικών αρχών
συμπόνοιας κι ενδιαφέροντος.
Άνθρωποι πωρωμένοι ως το κόκκαλο
-γλείφουν αναξιοπρεπώς ακόμα κι αυτό-
γεμάτοι πίστες ορθολογικές ή μεταφυσικές
και παραποιημένη σοφία
επεμβαίνουν, κρίνουν, ταξινομούν,
ενοχοποιούν, συγκρίνουν και υποτιμούν.
Άνθρωποι -πράγματι!- μαύρα σημάδια,
μα όχι καρμικά· εδώ και τώρα ψυχικά.

Τα ζωντανά νιώθουν την κακότητα
και την αποφεύγουν αυθορμήτως.

Ξενιστής



Σε νέο κορμί
ο αρχέγονος έρως
θε να φωλιάσει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010

E...

Συμπληρώνεται
η υδρόγειος σαν παζλ·
οι τρύπες γεμίζουν.
Σπάν' τα παγόβουνα
κι αποκαλύπτουν γη.
Ανά εποχές
ακόμα κι ο Βόρειος Πόλος
μπορεί να χαρτογραφηθεί.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2010

Μια άσκοπη ανάλυση

Εμείς οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια, προσπαθούμε πάντα να δικαιολογήσουμε
αυτό που κάνουμε, αυτό που λέμε, αυτό που νιώθουμε -ακόμα κι αυτό που είμαστε.
Να βρούμε εκ των υστέρων την αιτία. Ή να προβάλουμε μια δήθεν αιτία.
Είναι περιττό.

Οι πράξεις είναι άμεσες, άμεσος και ο αντίκτυπός τους· δεν χρειάζεται να μιλάς γι’ αυτές.
Το ίδιο και τα λόγια. Ό,τι ειπώθηκε, έχει ήδη ειπωθεί και δεν επιστρέφει στον «κάτοχό» του ποτέ πια.

Κι αυτά που νιώθουμε… τα νιώθουμε. Τελείωσε. Δεν έχουν να κάνουν τα συναισθήματά μας με τον άλλον.
Έχουν να κάνουν αποκλειστικά με εμάς τους ίδιους. Το να κατηγορείς τον απέναντι
γι’ αυτά που εσύ νιώθεις, είναι σα να βρίζεις τον σεφ επειδή μαγείρεψε ψάρι, ενώ εσύ δεν το τρως.
Ο σεφ δεν μαγειρεύει για σένα… κι εσύ δεν είσαι υποχρεωμένος να φας αυτά που μαγείρεψε.

Το να κατηγορείς, δε, τον εαυτό σου γι’ αυτά που νιώθεις, μας παραπέμπει στο επόμενο: αυτό που είμαστε.
Αυτό που είμαστε ούτε χωράει, ούτε χρειάζεται δικαιολόγηση. Ούτε καν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό που είμαστε.
Υπεύθυνοι είμαστε μονάχα για το πώς διαχειριζόμαστε αυτό που είμαστε εξωτερικά και εσωτερικά.
Εξωτερικά είμαστε οι πράξεις και τα λόγια μας. Όχι η a posteriori ανάλυσή τους.
Εσωτερικά είμαστε η πάλη με τις αντιφάσεις μας. Και εντέλει,

είμαστε αυτό που υπήρξαμε κι αυτό που θέλουμε να γίνουμε· απλά. Η εξέλιξη αρκεί.
Και αφορά μόνον εμάς τους ίδιους.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010

…κι όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω…



…λέει το τραγούδι,
λέω κι εγώ, το λες κι εσύ,
και μουρμουράμε όλοι
έναν σκοπό
δίχως σκοπό,
δίχως αρχή και τέλος.

Μοιρολόι επάλληλο,
ποτέ κανείς δεν φταίει,
κι αναμονή

-στιγμές χτυπάει η θλίψη-

κι όλο η κλεψύδρα
αδειάζει.



Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2010

Κάποιος λείπει...


Οι διαφορές είναι απτές
σε κάθε επίπεδο.
Σε κάθε στροφή της σπείρας
ψαύεις κενά.
Μνήμης, αέρος, κατανόησης,
αίσθησης.
Χάσμα.
Ζαλίζεσαι…
Βαστιέσαι απ' τα σημεία
και την επιθυμία.
Μα…
κάποιος πρέπει να τρέξει,
κάποιος ν' αντέξει,
και κάποιος να κάνει μερεμέτια.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

Συνειδητοποίηση

Η γάτα χαζεύει τον κόσμο από ψηλά,
φυλακισμένη σε μια βεράντα,
παρακολουθεί τα πουλιά να πετάνε,
τα μακρινά αεροπλάνα,
αυτοκίνητα στον απρόσιτο εκεί κάτω δρόμο,

-έτσι δεν το λένε αυτό το γκρίζο; δρόμο;-

Μπήκε σε αυτοκίνητο κι η ίδια…
Κλεισμένη σε υφασμάτινο κουτί να μην βλέπει
-το δρόμο-
και τσουπ! στο περίεργο εκείνο μέρος
με… τις γάτες!

«Χμμμ… υπάρχουν κι άλλες σαν εμένα»,
σκέφτηκε με θαυμασμό και μετά…
θύμωσε!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 01, 2010

Τυχαία...

Με την ανατολή του Οκτώβρη
μαζεύτηκαν πάλι σύννεφα…
'Ετσι αλλάζει ο καιρός.
Ποιος νοιάζεται;

Μπορώ και πάλι να ταμπουρωθώ
πίσω από τοίχους
ή να μουλιάσω στη βροχή
ασκόπως.
Ποιος νοιάζεται;

Η τύχη μας πλέκεται αλλού…

Σαν κάποια ανόητη γριά
να πλέκει κάτι αυτόματα
από ανία ή αμηχανία.
Και σ' όποιον λάχει να περνά
του το χαρίζει…
Ποιος νοιάζεται;


Η ζωή δεν είναι ψώνια…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2010

Στα πέριξ...

Συναναστροφές 
-παιχνίδι και άλλοθι- 
μισανθρωπίας



Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 22, 2010

Το μοντέλο



















Της ζήτησαν να κάνει το μοντέλο σε κάποιον ζωγράφο της περιοχής.
Δέχθηκε, πήγε, στάθηκε γυμνή μπροστά του.
Πάντα ήθελε μια απεικόνισή της.
Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν αυτόν το ναρκισσισμό;
Της είχαν εξάλλου υποσχεθεί και κάποια μικρή αμοιβή για τις υπηρεσίες της…
Ήταν αφηρημένος ζωγράφος
-ναι, όλο ξέχναγε τα πινέλα του αριστερά-δεξιά και δεν θυμόταν τι διάολο ζωγράφιζε…
Στη θέση της προσωπογραφίας της έβλεπε να προβάλλει ένα πουλί
-ένα πληγωμένο κοράκι…

Κατά τ' απομεσήμερο της είπε πως νοιώθει ατονία κι έγειρε σ' ένα ντιβάνι,
που έστεκε μοναχικό στη γωνιά του δωματίου.
Με το κεφάλι ελαφρώς ανασηκωμένο πάνω σε κάποιο από τα πολλά κόκκινα, κεντητά μαξιλάρια,
έλυσε με τα κοκκαλιάρικα χέρια του τη ζώνη του παντελονιού του,
και αποκαλύπτοντας μέσα από το γκρίζο εσώρουχο το μόριό του,
άρχισε λάγνα να το χαϊδεύει.
Ταυτόχρονα μουρμούραγε λόγια ερωτικά…
πως ήταν η Μούσα του, πως σ’ όλη του τη ζωή περίμενε εκείνη…
Πως ήταν η μία…

Εκείνη σχεδόν σε αγκύλωση από το πολύωρο στήσιμο και την έκπληξή της,
έμενε ακίνητη… στην πόζα της…

Άξαφνα έτριξε η παλιά ξύλινη πόρτα και στο κατώφλι της φάνηκε μια ηλικιωμένη με άσπρη ρόμπα,
νοσοκόμα θύμιζε. Πράγματι· είχε έρθει να του κάνει ένεση.
Προφανώς ο ζωγράφος έπασχε από κάποια ασθένεια…
Την είχε ξαναδεί αυτήν τη γυναίκα, όμως όλοι νόμιζαν πως ήταν η παραδουλεύτρα του.
Νοιαζόταν για το νοικοκυριό, τα ψώνια, άρμεγε τις αγελάδες…
Ακόμα και την ίδια, αυτή την είχε βρει.
Τριγυρνούσε στις αγορές και πλησίαζε όσες όμορφες κοπέλες έδειχναν πρόθυμες να ποζάρουν.
Όσες δεν της φαίνονταν πολύ ντροπαλές…

Με έναν ελαφρύ δισταγμό -ίσως και κάποια ανεπαίσθητη αποστροφή-
ακούμπησε αργά τον ασημένιο δίσκο με την ένεση στο κομοδίνο,
ξάπλωσε δίπλα του και πήρε το μόριό του στο στόμα της.
Τα ελέη του ήταν γέρικα και φτωχικά…
Όμως η παρουσία ενός τρίτου προσώπου μες στον οικείο χώρο
έξαπτε ολοφάνερα τη φαντασία της παράξενης αυτής γυναίκας
και προσέδιδε στην κατάσταση μια διάσταση διαφορετική, διεγερτική…

Ο νους του κοριτσιού ήταν τόσο μουδιασμένος όσο και τα μέλη του κορμιού της.
Δεν μπόρεσε να κουνηθεί, πάρα μόνον όταν ο ζωγράφος τής είπε με θαμπή φωνή:

«Τελειώσαμε για σήμερα… Μπορείς να πηγαίνεις…»


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 14, 2010

Femme fatale




Φέρνεις τον κόσμο ανάποδα.
με έναν στόχο από παιδί:
ν’ αλλάξεις την τιποτένια μοίρα σου.
Κρύβεις τα καλογυαλισμένα όπλα σου επιμελώς
μέσα σε κόκκινα καλσόν, δαντελωτές κιλότες,
και όλες τις εμφανείς αδυναμίες σου
κάτω από χιλιομελετημένα στρώματα
σκιών και ρουζ,
ρομαντισμού και τάχα ευθραυστότητας
Η υποκριτική είναι η τέχνη σου·
η τέχνη της ζωής σου.

Κανείς












Περιμέναμε πλάι στις ράγες
τις σκουριασμένες
τις παρατημένες από χέρια ανθρώπου που νοιάζεται…
κανείς δε νοιάζεται.
Ανασηκώναμε πού και πού το βλέμμα
να δούμε αν έρχεται κάποιο τρένο
βλέπαμε μονάχα ένα βαγόνι
είχε ξεφύγει από την τροχιά του πριν χρόνια
κι έμενε εδώ να θυμίζει
εκείνο το παλιό περιστατικό.
Λες κι είχε σημασία…
Κανείς, μα κανείς δε βρέθηκε
σ’ εκείνον τον έρημο σταθμό
να μας ενημερώσει
πως τα τρένα πια δεν περνούσαν από ΄δώ…


Χωρίς ελπίδα

Τη μισούσε… επειδή δε μπορούσε να την κρατήσει.
Εκείνη πάλι όχι: ήξερε.
Ήξερε πως εκείνος ήταν αυτό που ήταν και δε μπορείς να μισείς κάποιον γι’ αυτό που είναι.
Την κάλεσε μια μέρα σπίτι του, με κάποια ύπουλη δικαιολογία.
Την παραπλάνησε.
Όταν βεβαιώθηκε πως κανείς δεν θα άκουγε τίποτα,
εμφάνισε ένα ηλεκτρικό πριόνι και κατευθύνθηκε προς το μέρος της:
«Θέλεις να φύγεις, αγάπη μου;»
Άρχισε να την ακρωτηριάζει… αργά, βασανιστικά…
πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο, στη συνέχεια τα πόδια...
Εκείνη είχε γεμίσει από την ορμόνη που σε κάνει να μην νοιώθεις, να μην πονάς,
όμως ήξερε τι της συνέβαινε
και προσπαθούσε να πείσει τον οργανισμό της να εγκαταλειφθεί, να πεθάνει.
Δεν πέθανε.

Την κράτησε στο σπίτι του για καιρό έτσι.
Την τάιζε, αλλά τα δόντια της έμεναν άπλυτα κι άρχισαν σιγά-σιγά να χαλούν και να πέφτουν.
Το σακαταμένο κορμί της πλαδάρεψε φρικτά από την ακινησία,
το στήθος της κρέμασε σα νά ‘ταν γριάς 80 ετών
και η απελπισία χάραξε βαθιά το άβαφο πρόσωπό της.
«Είδες τι όμορφη που είσαι τώρα;», κάγχαζε μες τη μούρη της,
«Πόσοι σε θέλουν τώρα, μωρό μου;»
Μα εκείνη δε μπόρεσε να τον μισήσει: ήταν αυτό που ήταν.
Έψαχνε μονάχα μες στο κεφάλι της τρόπους να αυτοκτονήσει,
να του ξεφύγει για πάντα…
Βρήκε.
Κι εκείνος τη μίσησε απ' την αρχή και για πάντα…
Χωρίς ελπίδα πια.



Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010

Βασιλεμένα…

Είμαι πολύ κουρασμένη.
Όμως πρέπει να τελειώσω ό,τι άρχισα.
Dead line.


Χθες ήταν η γιορτή, πέρασε…
Σήμερα στον αγώνα.
Προσβλέποντας στο ωφέλιμο και στο τερπνό· χωριστά ή μαζί.



Ό,τι κι αν κάνεις, θα στη λένε.
Γι' αυτό κάνε ό,τι γουστάρεις.


«Δε μπορείς να αρέσεις σε όλους», μου είχε πει μια φίλη παλιά.
Τότε μου είχε φανεί αυτό εξωφρενικό: «Γιατί όχι;;»
Σήμερα ξέρω πως το μόνο που πρέπει να εύχεσαι είναι ν’ αρέσεις σε όσους σ’ αρέσουν.
Η εύνοια των υπολοίπων είναι περιττή -έως φορτική.


Η ανάγκη επιβεβαίωσης δεν ταυτίζεται με την έμφυτη ροπή μας προς τη δημιουργία.
Συχνά, δε, συγκρούονται.


Υπάρχει και (δεν) πρέπει και (δεν) θέλω και (δεν) μπορώ.




Η πίστη σε πράγματα έξω από ‘μάς είναι φόβος.
Η πίστη στον συντονισμό μας με πράγματα έξω από ‘μάς είναι αρχετυπική ευφυΐα.



Τα αποφθέγματα είναι το απόσταγμα της νόησής μας.
Η απλότητα το απόσταγμα της ύπαρξής μας.




Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010

Αρκεί...

Τα μαλλιά της ανέμιζαν στο καλοκαιρινό αεράκι
χτενισμένα επιμελώς ατημέλητα,
εκείνο το υπέροχο στυλ των 70’s που σε πολλούς φαντάζει κιτς,
μα στα δικά της μάτια ήταν η πεμπτουσία της συναναστροφής
μεταξύ μποέμ και κάποιας ξεπεσμένης ελίτ
-μία αρκούσα για όλα κοσμοπολίτικη decadence.

Αφηνόταν στην ήπια νύχτα, τις ουσίες,
το ανυπέρβλητο άνευ λόγου και ουσίας γέλιο
και τη μοναδικότητα της στιγμής.

Ήταν όμορφη· γιατί αισθανόταν όμορφα.

Η κάθοδος προς την τουαλέτα δεν την απασχολούσε διόλου,
εξάλλου ο καθρέφτης βρίσκεται εκεί
μόνον για όσους έχουν ανάγκη ν' αναδειχθούν.

Ο χαμένος άγγελος στην πόλη με τα άπειρα φώτα
είχε πια πάρει τη μορφή που ήθελε·
τη μορφή του θυμικού της…



Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010

Frank

Σού ‘χα πει για ‘κείνον τον ιδιαίτερο φιλαράκο που είχα μικρή; Που πηδιόμασταν και μετά το παίζαμε άσχετοι;
Το παίζαμε ή το έπαιζα μόνον εγώ; Δεν είμαι σίγουρη…

Μια νύχτα μου έκανε τρελή σκηνή μέσα στο μπαρ γιατί δεν του είχα πει ούτε μια καλησπέρα:
«Γι’ αυτό δεν έχει ακουστεί ποτέ τίποτα για σένα. Γαμιέσαι και μετά Κινέζα… Παλιοπουτάνα!»
Είχα μείνει κάγκελο· ανέκαθεν πίστευα πως οι άντρες γουστάρουν να γαμάνε και μετά ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Του πρόσφερα το ιδανικό, το τέλειο πιάτο… κι αυτός μου το πέταγε θιγμένος στα μούτρα.

Δεν πάψαμε βέβαια να συναντιόμαστε τα βράδια. Κι ήταν καλά… πολύ καλά.
Εκείνο το απελευθερωμένα καλά, το ερωτικό, που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια γι’ αγάπες και λουλούδια.
Κοιμόμουν σπίτι του, ξύπναγα και περπάταγα μέχρι το σχολείο… να μάθω κι άλλα…

Ένα μεσημέρι μπήκα στον πειρασμό ν’ ανοίξω τα γράμματά του. Ποτέ δεν φημίστηκα για τη διακριτικότητά μου.
Το είπα… σιγά μην δεν τό ‘λεγα. Θύμωσε… σιγά μη θύμωσε. Τον τιμούσε η αγάπη μιας άλλης.

Και κάπως έτσι περπάτησε αυτή η ιστορία… και πήγε άπατη. Με βαρβιτουρικά μες σε ρηχή μπανιέρα.

Μετά από χρόνια τον ξαναείδα στα πατσατζίδικα της Αθηνάς. Ήτανε λιώμα… κι εγώ κάπως έτσι.
Φύγαμε αγκαλιά για κάποιο άδειο σπίτι που μού ‘χε τότε λάχει να κοιμάμαι. Δεν τον άφησα να με πηδήξει.
Όχι βέβαια από σεμνοτυφία, δεν τον ήθελα πια. Όλη τη νύχτα τριβόταν πάνω μου και ψιθύριζε τ’ όνομά μου.
Τελείωσε μονάχος του πάνω στα μπούτια μου.

Το πρωί τον φυγάδευσα προς την ταράτσα αγουροξυπνημένο, γιατί χτύπησε το κουδούνι η φίλη μου…
η φίλη που όψιμα μου είχε εκμυστηρευθεί πόσο τον ήθελε κι εγώ δεν είχα καρδιά, ούτε μυαλό, ούτε όρεξη να της πω την αλήθεια…
Έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι περαστικό και περασμένο.

Τον συνάντησε κάποτε στη Γερμανία και της είπε πως δεν θέλει να με ξέρει… Δεν την πίστεψα.
«Της ρίχνει στάχτη στα μάτια», σκέφτηκα.

Πάρα πολλά χρόνια αργότερα έτυχε να του ξαναμιλήσω: είπε πως δεν θυμάται να μ’ έχει γνωρίσει στη ζωή του.
Ξαφνιάστηκα. Γλιστρούσα από το πιθανό αλτσχάιμερ στην κρατημένη κακία…
Ακόμα δεν ξέρω… ούτε θα μάθω μάλλον ποτέ.

Αυτό που σίγουρα όμως έχω μάθει με τα χρόνια είναι
πως τα πράγματα έχουν πολύ διαφορετικό αντίκτυπο σε όσους τάχα από κοινού τα ζούνε.


Τρίτη, Αυγούστου 24, 2010

Επαναπροσδιορισμός

Τ’ άστρα πεθαίνουν μαζί με τις ευχές σου.
Γιατί προσεύχεσαι στα παρελθόντα.

Επίλεξε, συντονίσου, έμμεινε
στην τροχιά των υπαρκτών και των ζώντων.
Ορατών τε πάντων κι αοράτων...

Η πραγματικότης πάντα βρίσκει τρόπο
να ανταμοίβει τη σκιά της.


Κυριακή, Αυγούστου 15, 2010

Παιδική ζωή...

Ο μπαμπάς της ήταν πάντα απών.
Ψάρευε στις θάλασσες τεράστια σαλάχια και σκυλόψαρα, στις ζούγκλες κυνηγούσε άγρια ζώα.
Δεν τα εμπορευόταν, δεν τα έτρωγε, ήθελε μοναχά ως τρόπαιο το κεφάλι τους, τα κέρατα ή τη ραχοκοκκαλιά τους.
Όταν κάποια στιγμή είχε επιστρέψει για ελάχιστο χρονικό διάστημα στο σπίτι
-σ’ αυτό που επέμενε να αποκαλεί σπίτι κι ας μην ήταν σχεδόν ποτέ εκεί-,
είχε φέρει μαζί του από την Αφρική ένα νεογέννητο λιοντάρι.
«Δεν θα επιζούσε μέσα στη ζούγκλα»
,
της εξήγησε καπνίζοντας με εκείνο το ανεξιχνίαστο ύφος του μία τεράστια πίπα,
«είναι ασθενικό κι αδύναμο... Βλέπεις με μιας στα μάτια του την ανημποριά.»

Το απίθωσε με μια σπάνια για τον ίδιο κίνηση τρυφερότητας στην αγκαλιά της
κι εκείνο έκανε μιαν αυτόματη κίνηση προς το ακόμα ελάχιστο στήθος της να βυζάξει.

Ήταν πράγματι τόσο μικρό, τόσο απαλό και τόσο αξιαγάπητο
-ήτανε πάνω από όλα δώρο ολοζώντανο από Εκείνον.

Δεν βρήκε γάλα να πιει στον κόρφο της, μα ρούφηξε από το πρώτο δευτερόλεπτο την καρδιά της.
Το νανούριζε στο κρεβάτι της, του πρότεινε την κουβέρτα της να παίξουν,
γέμιζε μια σαλατιέρα από κείνες τις τεράστιες για τους καλεσμένους με γάλα κατσικίσιο,
που αγόραζε η μαμά της με τις νταμιτζάνες από έναν βοσκό κάπου κοντά στο εξοχικό τους.
Η μαμά της το φοβότανε λιγάκι, αλλά δεν της έκανε καρδιά να της στερήσει το υποκατάστατο της πατρικής αγάπης.

Όταν μεγάλωσε το λιονταράκι κι έγινε πια λιοντάρι, η μάνα αποφάσισε το αδιανόητο:
πήγε μαζί με το κορίτσι στο βοσκό και διάλεξε μία κατσίκα που έσφαξαν μπρος στα μάτια τους.
Γυρνώντας στον κήπο του σπιτιού τους την άπλωσε μπρος στο λιοντάρι, καλώντας το όπως πάντα για φαί.
Εκείνο μύρισε στην αρχή επιφυλακτικά το φρέσκο ακόμα αίμα, και το κρέας, μα γρήγορα άρχισε να το κατασπαράζει·
χάθηκε απ’ τα μάτια η ανημποριά και άστραψε η άγρια φύση.
Αλλά... η ηδονή δεν έχει τέλος, ούτε χορταίνει εύκολα.
Με έναν αστραπιαίο ελιγμό στράφηκε προς τη μάνα και έχωσε τα κάτασπρα δόντια του στα σπλάχνα της.

Το κορίτσι -στην εφηβεία πια- παρακολούθησε βουβό τη θυσία,
πέρασε με ψυχραιμία ένα σκυλίσιο λουρί γύρω από το λαιμό του λιονταριού,
του ψιθύρισε στ’ αυτί «Πάμε τώρα μια βόλτα», με βήματα μηχανικά το πήγε μέχρι τον ζωολογικό κήπο
και ζήτησε από τους ανθρώπους εκεί να το κρατήσουν σε ένα κλουβί: «Μονάχο του όμως... είναι άγριο πολύ».

Με τη βοήθεια των συγγενών κήδεψε τη μητέρα, έγραψε στον πατέρα τα καθέκαστα, τον αποχαιρέτησε
κι από τότε μέχρι σήμερα ζει μια απολύτως φυσιολογική ζωή στην άκρη της πόλης...


Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2010

Νάουσα


Στο λιμανάκι το νόστιμο.
Κάηκα άσχημα στο μεταλλικό κουτί του κεριού,
μάγκωσα το δάχτυλο στην πόρτα της τουαλέτας.
Πέρσι ίδια εποχή μια άλλη πόρτα τουαλέτας μού ΄χε φάει το πόδι.
Πιο επικίνδυνο είναι για μένα να πηγαίνω τουαλέτα
παρά η ελεύθερη πτώση από τα 10.000 πόδια.
Πήγα στο barman μες στα αίματα,
παραπονέθηκα κοσμίως πως μάλλον θα φύγω σακατεμένη από ‘κεί μέσα,
με περιποιήθηκε δεόντως, υπερδεόντως...
Βγήκα μπαταρισμένη εκατέρωθεν.
Η παρέα με παρακολουθούσε με ενδιαφέρον κάθε φορά που σηκωνόμουν
να δουν πότε θα πέσω στη θάλασσα,
να τριτώσει το κακό, να πέσει το γέλιο της αρκούδας.
Δεν πόναγα... Δεν πονάω... Ίσως το οινόπνευμα... ίσως το πνεύμα...
Η ζωή μού φαίνεται όλο και πιο αστεία.
Η φίλη μου παραπονιέται
πως η συμβουλή μου να αυτοκτονήσει με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι
δεν της φαίνεται αρκούντως αξιοπρεπής.
Μα εγώ αδυνατώ να πιστέψω οποιαδήποτε απειλή εναντίον της ζωής.
Γιατί όποιος έχει χιούμορ,
ποτέ δεν την κόβει πριν ακούσει το τέλος του τέλειου ανεκδότου.



Παρασκευή, Αυγούστου 06, 2010

100, 100, 'κατοστάρα, 100!

100.000 Visitors
Since June 6, 2006

Πέμπτη, Αυγούστου 05, 2010

Σχεδόν ανέμελη




Οι στροφές είναι συνήθως ήπιες…
η οδοσήμανση τρομακτικότερη.
Μόνον στα απότομα κατεβάσματα
σε συνοδεύει ένα αναπόφευκο μουγκρητό.
Κάθε όγκο τον κουμαντάρεις·
είναι οφθαλμοφανώς
τα πάντα μια συνήθεια.
Δεν υπάρχει τίποτα να σε σκιάζει…
ούτε καν οροφή.
Just follow the rhythm.

Πέμπτη, Ιουλίου 29, 2010

Επιλογές...

Υπάρχει τόση κακογουστιά… Περί γούστου κολοκυθόπιτα, οκ… αλλά…
Διασκευές… Englishman in New York τούρκικο, μη χέσω…
και You’re just too good to be true από τη Θώδη,
που το έβλεπα να τριγυρνά στο δίκτυο και καλά για πλάκα,
όμως τα αντίστοιχα σκατολοϊδια σε άλλες γλώσσες τριτοκοσμικές
κυκλοφορούν ως γνήσιες μουσικές επιλογές και κάνουν θραύση.
Από ανθρώπους υποτίθεται καλλιεργημένους -καλλιεργημένους του κώλου-,
ανθρώπους που μεγάλωσαν με τ’ αρκουδιάρικα των 50’s
ή τα σκυλάδικα της όποιας μεταγενέστερης δεκαετίας
κι εν συνεχεία δεν άκουσαν ουσιαστικά τίποτα άλλο.
Ό,τι κι αν πέρασε από το αυτί τους το έξυσε και χάθηκε
μέσα στην αίγλη κάποιου Μεγάρου ή μέσα στην κάπνα των νεοϋρκέζικων bars,
όπου ποτέ δεν πάτησαν το ποδάρι τους ούτε καν νοερώς…

Γιατί και στις ταινίες επικεντρώνονταν στο μπούστο της πρωταγωνίστριας·
τα θηλυκά στο ύφος της.

Μα είναι και τα σπίτια…
όπου επικρατεί μια διάχυτη μπεζούρα και μια ανάμνηση προ αντιπαροχής:
ακόμα και τον ίδιο τον γηραιό Καραμανλή μπορείς να συναντήσεις πλάι στο Χριστούλη
και πιθανώς παράλληλα τον Σάι Μπάμπα
στην άκρη κάποιου τρικάταρτου τζακιού φουλαρισμένου μπιμπελό…
γιατί από πάνω του ακριβώς είναι έτοιμη να πάρει φωτιά η 40ιντση τηλεόραση.
Και όλα πάντα με κάτι απροσδιορίστου υφής καλυμμένα…
για τις γάτες, για τη σκόνη, για τους σιχαμένους γείτονες…
Στον απέναντι τοίχο κρέμεται κάποια αγριεμένη θαλασσογραφία
και στον από ‘κεί μια μεταξοτυπία του Klimt ή του Klee και εικονίτσες με γατάκια.
Οι κουρτίνες έχουν γιρλάντες και όλοι συνεχώς αναρωτιούνται
γιατί στοιχίζει τόσο φθηνότερα το ίδιο ΑΚΡΙΒΩΣ πράγμα στη λαϊκή.

Δεν μπορείς να την πεις σε κανέναν για το γούστο του:
«Είναι συναισθηματικό το ζήτημα· εμένα αυτό μ’ εκφράζει»,
θα σου απαντήσει άμεσα και θα κλείσει ενοχλημένος την κουβέντα.
Η ομορφιά δεν μπαίνει σε κλισέ ούτε οι επιλογές σου.
Όμως είναι σαφές, ηλίου φαεινότερον, πως ποτέ δεν υπήρξαν
-και μάλλον ούτε θα υπάρξουν-
άλλες επιλογές…


Τρίτη, Ιουλίου 27, 2010

Άμα δεν το ‘χεις…

Η ηλικία του δεν έδειχνε να τον απασχολεί.
Ούτε η υγεία του που φύραινε μέρα με την ημέρα.
Ορμούσε σε όποια λία έβρισκε, όπως κάθε γερόλυκος.
Και πάντα έσπαγε τα μούτρα του.
Κάθε εξόρμηση τού άφηνε νέο κουσούρι.

Όμως αυτός εκεί:
«Ο επιμένων νικά», του είχανε μάθει στο σχολείο.
Κι ό,τι με κόπο και σφαλιάρες έμαθε, το κράταγε σημαία.
Γιατί σημαιοφόρος κυριολεκτικά δεν τού ‘λαχε να γίνει:
ένεκα διάπλασης σωματικής, βλέπετε, και ύψους.

«Τώρα είναι η ώρα μου»
, έλεγε μέσα του·
μα πάντα έπαιρνε τ’ αρχίδια του.
«Να πείτε του Κοέλιο να πάει να γαμηθεί!», ήταν το μότο του·
και το χαβά της κούτρας του συνέχιζε…
ακάθεκτος.


Δευτέρα, Ιουλίου 26, 2010

Σαμσάρα

Υπάρχουν δρόμοι για να πορευτείς κι όνειρα να ονειρευτείς.
Το τόξο δεν διανύει αναγκαστικά μία πραγματική πορεία.
Σκίζει και το χωρόχρονο σε νοητή ευθεία, καμπύλη, σκουληκότρυπα.
Την ώρα που τεντώνεις τη χορδή, γεννιέται και πεθαίνει ο στόχος.
Δεν απαιτείται κόπος: μόνον επιθυμία, τάση, όραμα.
Έχεις τη δύναμη να φανταστείς;
Το ενδιάμεσο είναι απάτη. Άλλοι το λέν' ψευδαίσθηση.
Κι όλοι το λέν’ ζωή.

[Κι αναρωτιούνται πώς βρεθήκανε απ’ την αρχή στο τέλος,
αλλού απ’ όπου στόχευαν και πάλευαν να βρεθούνε.
Είναι που πάντα απέναντι στέκεται ο καθρέφτης·
μέσα του είσαι/γίνεσαι ό,τι εσύ θέλεις να βλέπεις.
Αν όμως ενδιαφέρεσαι πολύ για την ενδιάμεσή σας πλάνη,
ξέρε: μέσα απ’ τον καθρέφτη σου σε βλέπουν κι όλοι οι άλλοι.]




Σάββατο, Ιουλίου 24, 2010

Ανάφη

Άνθρωπε τυφλέ,
έψαυσες μ' αγνόησες
τον άγγελό σου.



Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2010

Ταξιδιωτικά


Μεσοπέλαγα
-για όπου κι αν σάλπαρες-
θαλασσοδέρνεις.

----------------------------------

Μην προσεύχεσαι
στον ούριο άνεμο.
Αρκεί να φυσά.

----------------------------------

Όποιο καράβι
απ’ το βλέμμα χάνεται,
παύει να υπάρχει.

----------------------------------

Άσ’ τα λιμάνια…
Θ’ αράζουμε αρόδου·
στις σημαδούρες.



Τετάρτη, Ιουλίου 14, 2010

Αποτελεσματικότητα



Κάθε σου φράση
ψαλιδίζει μια ίνα
απ’ την ψυχή μου.



Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010

Στου Μπέη

Ξύπνησα ξημερώματα
Σηκώθηκα, ξεκίνησα
Περπάτησα πάνω σε βράχια
Δροσερά και λεία την αυγή
Πύρωναν όσο ο ήλιος ανέβαινε
Και σκλήραιναν
Κάτω από τα πόδια τα γυμνά
Ξυπόλυτη έφυγα
Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα πονούσα
Πως δεν θα άντεχα.
Σκαρφάλωνα, έπεφτα
Προχώραγα
Θαμνάκια άνυδρα
Επιζούσαν
Και λίγοι σκορπιοί.
Βρήκα σπηλιά κρυφή
Με ναρκωμένες νυχτερίδες
Και βράχους στημένους κυκλικά
σ’ ακίνητο χορό
Η τρύπα ανάμεσά τους
Έμοιαζε σαν όλο να μεγάλωνε
Και από κάτω άβυσσος
Τοπίο ιδανικό για βουτηχτές
Αυτοκτονίας
Πάντα με το κεφάλι.
Γλίτωσα και
Μεσημέρι ντάλα έφτασα
Σε κόλπο σχεδόν ιδιωτικό
Πλάγιασα κάτω από ένα πεύκο
Και μέσα μου αρνήθηκα
Να επιστρέψω.




Τρίτη, Ιουλίου 06, 2010

Do it yourself











Τα σύννεφα διαλύονται με ένα φύσημα.
Φτάνει να βρεις ανάσα.
Να μαζέψεις όλη τη δύναμη τού είναι σου μέσα στα σπλάχνα σου…
να την κρατήσεις όσο αντέχεις…
να γίνει η κοιλιά σου τούμπανο μέχρι να μην αντέχεις πια…
και μ’ όση ορμή, αδράνεια,
αρχή συγκοινωνούντων δοχείων, αρχή διατήρησης της ενέργειας,
αρχίδια-μύδια,
όποια αρχή της φύσης σε φωτίσει,
να την αφήσεις να βγει προς τα έξω
μέχρι να γίνει αυτό που εσύ θες
έτσι ακριβώς όπως το θες.
Και κυρίως ο ίδιος σου ο εαυτός.



Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010

πάλι και πάλι


Τα παράτησε.
Συνέλαβε την ιδέα της «απελευθέρωσης»
και έγειρε συνεσταλμένα στην πάνινη, φθηνή καρέκλα του.
Κουλουριάστηκε στη φωλιά της μοναχικότητας
και πάλευε μόνον κάποιες στιγμές
με τους εφιάλτες της εγρήγορσης
και δαίμονες νεκρούς, ανίσχυρους.
Τα παράθυρα χρησίμευαν ως μετερίζι:
εγώ και τ’ άλλα.
Εγώ και η συντονισμένη περιφορά του έσω Επιταφίου.

Σάλευε, ήταν σαφές.
Μα κανείς δεν κοίταζε.
Βούλιαζε στην καρέκλα,
όπως άλλοι βουλιάζουν σε άμμο κινούμενη.
Και τα πατζούρια απ’ τα παράθυρα
ήτανε το κλαδί της σωτηρίας του.
«Μην σπάσεις, μην σπάσεις», παρακαλούσε μέσα του.
Μα πάντα έσπαγε…
Και πάντα ξύπναγε
--πάλι και πάλι ζωντανός--
μες στη θολούρα
της υπερκορεσμένης ύπαρξής του.



Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2010

...



Στιγμές σωριασμένες στο πάτωμα·
πεταμένα παιχνίδια, σπασμένα.

Οι ρόδες απ’ τα κόκκινα φορτηγάκια
γυρίζουν πια στον αέρα
λόγω αδράνειας
και τα μάτια απ’ τις διαμελισμένες κούκλες
κοιτάζουνε στο πουθενά.

Το χέρι κάποιου παιδιού ήταν βάναυσο,
και ίσως θα τού ‘πρεπε η βέργα,
αν ο χρόνος κι η πείρα δεν σε ορμήνευαν,
πως κάθε χάραγμα
θα έκανε την παλάμη ακόμα σκληρότερη...




Τρίτη, Ιουνίου 22, 2010

Όψιμη θρησκευτικότης

Έχασα χρόνο πολύ στ’ ακατανόητα.
Η ζωή είναι μικρή και μάταιη,
μα έχει πράγματα θεία να βιώσεις.

Αμαρτία στο άσκοπο συνέχεια να την χαραμίζεις:
στη γκρίνια του χαμένου,
στις άχρηστες σκέψεις της σύγκρισης,
στη διαστροφή να απελπίσεις πρόωρα
ακόμα και την από πάντα να θρηνήσει καταδικασμένη
Ζωοδόχο Πηγή μας.

-----------

Η κακία πίστευα πως είναι κάτι το πλασματικό,
μία προσπάθεια σύλληψης της άλλης πλευράς,
για να δικαιολογήσει κανείς την πίστη του.

Και όμως…
η κακία γεννιέται απ’ την κοιλιά του σχίσματος,
όπως γεννιούνται τέρατα από τη διάσπαση κάθε πυρήνα.

Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2010

Μπα…

Μπα… δεν το κλείνω…
Μετάνοιωσα.
Σ' όποιον αρέσουμε.

Μόνον οι άνθρωποι που αντέχουν την κριτική, την απόρριψη
-και συνεχίζουν να προσπαθούν απτόητοι-
εξελίσσονται.

Δεν θα με κάνει κανείς να σταματήσω να εκφράζομαι.


Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010

Τέλος εποχής

Θα κλείσω το μπλογκ σε λίγες ημέρες.
Θα γράφει πως είναι μόνο για "επιλεγμένους επισκέπτες" ή κάτι τέτοιο.
Αλλά δεν θα είναι για κανέναν.
Ούτε καν για μένα.
Απλά δεν θέλω να το σβήσω. 4 χρόνια είναι αυτά...
Μπορεί κάποια στιγμή να θέλω να δω τι έκανα αυτά τα χρόνια.
Σας ευχαριστώ όσους διαβάζατε τις μπούρδες μου.
Να είστε όλοι καλά.

Δευτέρα, Ιουνίου 14, 2010

Αφέσου...

Αφέσου…
Νιώσε την τρύπα από τη σφαίρα στο μηνίγγι.
Νιώσε το αίμα σου καυτό να πλημμυρίζει το κεφάλι.
Αφέσου… Μούδιασε…
Δες πώς αργά η άλλη σου πλευρά χάνει την αίσθηση.
Αφέσου…
Άσε τη γλώσσα σου ακίνητη, μουγκή, παράλυτη να κρέμεται μες απ’ τα χείλη.
Αφέσου…
Κάνε την τελευταία σου απόπειρα ν’ ακούσεις την ανάσα… την καρδιά…
Κι αφέσου.
Να, την ακούς; Σταμάτησε.


Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010

Τώρα πια ναι…

Στο δρόμο πέφτανε τα όμορφα ρούχα μου. Ίσως να το 'θελα: ναι, μέσα μου τό ‘θελα.
Απαρατήρητη να ζω κι ελεύθερη.
Άξαφνα όμως άρχισε ένας να ουρλιάζει πως περπατώ πλέον γυμνή στους δρόμους.
Δεν ξέρω αν του κρατώ κακία. Σίγουρα πάντως θέλω να πάψει.

Λένε πως η ζωή είναι αφαίρεση. Να μείνει η ουσία.
Μα τελικά κι αυτοί που το πρεσβεύουν είναι στυλίστες συνειδήσεων.
Λατρεύουν σαν τον Oscar Wilde τις πόζες.

Είδα ένα τεράστιο βιβλίο χθες στ’ όνειρό μου·
είχε μέσα μια από ‘κείνες τις μαυρόασπρες εικόνες,
που παραπέμπουν στη στρατευμένη τέχνη της επαναστατικής Ρωσσίας:
ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ, έγραφε από πάνω. Έτσι, με κεφαλαία.

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω το γιατί για τίποτα. Ξέρω μονάχα το «για τι»:
θέλω πίσω τα ρούχα μου. Κι ας ανοιχτούν ξανά όλα τα μέτωπα.

Και πείτε του αυτουνού να σκάσει επιτέλους…


Παρασκευή, Μαΐου 28, 2010

Το μυστικό



Ξέρω το λόγο που στραβομουτσουνιάζεις
κάθε φορά που γεύεσαι τα φαγητά μου.

Ξέρω γιατί ο δυόσμος
ο αρωματικότερος των αρωματικοτέρων
από τα βάθη τα απρόσιτα της Ευρασίας,

γιατί η κάππαρη
απ’ των νησιών μας τα βράχια τα απόκρημνα,

γιατί οι αγνότεροι
-με ζώνη αγνότητας μόνον βοσκάνε-
αμνοί της Άνω Ευβοίας,

δεν μ’ έχουν κάνει σεφ, μάγειρα αριστουργηματικό.

Ξέρω…

Έμαθα με τα κλάματα το μυστικό πασών των συνταγών:
πρέπει να μπω εγώ στην κατσαρόλα.



Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010

Πορείες

Η dealer έγινε η μάνα της: ιέρεια της μικροαστικής υπέρλευκης πλύσης.
Το κορίτσι της ανέχειας παλεύει σκληρά να θυμίσει παρωχημένες στάρλετ.
Η αλλοτινή θεά μεταμορφώνεται σε σοφιστικέ παραδουλεύτρα.
Η «Εγώ πάντα κυρία ήμουνα» γαμιέται σε διαμερίσματα μεταναστών.
Και η πολλά υποσχόμενη μικρή διαφεύγει σαν αέριο απ’ τις τρύπες.
Μόνον η μετριοπαθής φιλόλογος εμμένει στις παλιές συνήθειες.
Δεν είναι τίποτα· είναι που απλώς δεν σκέφτεται…



Πέμπτη, Μαΐου 13, 2010

Ο μεγάλος θυμός

Γιατί; Γιατί; Γιατί θυμώνεις;

Γιατί απλώνεις το θυμό -και μάλιστα άπλυτο- στον ήλιο;
Κι εσύ τι πας και τον ταΐζεις μυστικά μες στα υπόγεια;
Δεν ξέρεις πως κάποτε θα σε δαγκώσει;

«Άσ’τονα να ψοφήσει!», λέει ο γκουρού.
«Βρίσκει ο θυμός να φάει…», λέει ο γέροντας.

Τρώει απ' τα ενεργά, τρώει απ' τα αδρανή, τρώει κι απ' τα λανθάνοντα.

Για να νηστέψει ο θυμός,
πρέπει όλα να στερέψουνε και όλα να ξεθεωθούνε.

Και πάλι·
αυτός θα μείνει εκεί μόνος, βουβός και άσαρκος
να συνοδεύσει την ψυχή σου στο ποτάμι.

Η ελπίδα χάνει ακριβώς πάνω στο νήμα.




Τρίτη, Μαΐου 04, 2010

Ανικανοποίητο







Ήθελε κι άλλα.
Κι όταν τα πήρε όλα,
ήθελε άλλα.


Κυριακή, Απριλίου 25, 2010

Η σπείρα έχει και κάθοδο





















Το σύνολο είναι όπως το επί μέρους·
και αντιστρόφως.

Όταν βολεύεσαι με λύσεις της στιγμής,
τ’ αφήνεις όλα λειψά και εκκρεμή,

να μην καταβάλεις τον κόπο,
να μην πληρώσεις το τίμημα,

όταν αναλώνεις ψέγοντας
τα κρίματα των προκατόχων

και δεν δημιουργείς,

το βάθος του χρόνου
θα σου θυμίσει τις επιλογές σου.

Και θα σε βάλει πάλι στον αγώνα.

Μόνον που κάθε φορά
θα βρίσκεις τον εαυτό σου
ένα σκαλί χαμηλότερα.


Τετάρτη, Απριλίου 21, 2010

Μοίρα

Υβρίδια, συναισθήματα μπασταρδεμένα
γεννιούνται κάθε ώρα και στιγμή:
η ανάγκη εκδίκησης μπλέκει με τη φιλοδοξία,
η μοναξιά με την επιθυμία,
το αίσθημα της ανημπόριας με οργή κι αδιαφορία.
Βάση όμως όλων -τέλος κι αρχή- η λύπη.
Η λύπη για κάθετί το ζωντανό,
μιας κι η πορεία είναι προκαθορισμένη.
Τα κύτταρα έχουν συνείδηση·
δεν απαιτεί ευφυΐα νοητική
να δεις πως όλο και ευκολότερα κουράζεσαι,
ή πως σε τρώει το δέρμα σου, ξεραίνεται, πληγιάζει.
Εξάλλου ο πόνος είναι πάντα εκεί να σε ενημερώνει.
Κι αργά -μεθοδικά- να σε εξημερώνει.




Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Πάρτι γενεθλίων





«Πρέπει να κάνω κάτι άλλο», μου είπε άξαφνα εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη
-λες και της είχε έρθει η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος-
κι ενώ ήμασταν ξαπλωμένες σε ένα εξοχικό, μονό κρεβάτι
και προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από ένα πάρτι που έμελλε να αφήσει εποχή.
Ήταν μάλλον το τέλος μίας εποχής.
Κατέγραψα αυτομάτως στη μνήμη μου τη φράση της.
Μερικά πράγματα τα πιάνεις στον αέρα· αναγγέλλουν αποκρυφιστικά το αύριο.
Απέμεινα να την κοιτάζω και να μετρώ τους σφυγμούς μου,
ενώ το τηλέφωνο χτυπούσε για να μας βάλει σαν τρελούς
-ένα τσούρμο μεθυσμένων ανθρώπων που είχανε κοιμηθεί στα πατώματα, ο ένας πάνω στον άλλον-,
να μαζεύουμε ποτήρια κι αποτσίγαρα από έναν κήπο πυκνό σε βλάστηση,
πυκνό κι απ' τις ηδονικές, ανέμελες ώρες της προηγούμενης νύχτας.
Ο πατέρας μου είχε πάθει εγκεφαλικό.
Κι εγώ έκλεινα πανηγυρικά τα 29 μου…


Πέμπτη, Απριλίου 15, 2010

Κρίση


Είναι δύσκολο να κάνεις αυτό που σε προστάζουν οι καιροί.
Κουραστικό.
Ακόμα κι αν η ράθυμη καθημερινότητά σου
έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος
από κινήσεις διαχειριστικές,
οι αποφάσεις είναι πάντα καίριες,
η ευθύνη να αλλάξεις τα δεδομένα,
πιθανώς να χάσεις τα κεκτημένα
και κυρίως να μετατοπίσεις τη βάση σου.
Ο ρους της ζωής συχνά
προέχει του ρου της συνείδησης·
και κάπως έτσι βρίσκεσαι παγιδευμένος
μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.
Γιατί το τώρα προϋποθέτει μια πολυτέλεια:
να μην σε απασχολούν θέματα επιβίωσης.


Τετάρτη, Απριλίου 14, 2010

Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις


Insult to injury

Όταν δεν δίνεσαι,
όταν δεν αφοσιώνεσαι και δεν αφιερώνεσαι
σε κάτι έξω από ‘σένα,
όταν όλα σού φαίνονται παρόμοια
-γκρί, μαύρα ή λευκά,
και η ψυχή σου παύει να διακρίνει αποχρώσεις,
όταν η γης ολάκερη μοιάζει σαν μια ανάμνηση,
σαν τη σκιά κάποιου παλιού ονείρου σου που ξέφτισε
και καθετί καινούριο μοιάζει ασήμαντο,
δεν είναι ο κόσμος που ξεθώριασε,
ούτε πως ξέχασαν τα μάτια σου τα χρώματα·
είναι πως κόπηκαν τα καλώδια
-άγαλμα έγινες, μαρμάρωσες-
εστίασες στις αρρώστιες σου
και ξέμεινες μόνος σου παρέα μ’ αυτές.


Δευτέρα, Απριλίου 12, 2010

Ξεχνάω τους ανθρώπους…





Ξεχνάω τους ανθρώπους
όπως ξεχνάει κανείς να αγοράσει κάτι,
όπως ξεχνάει να πάρει μαζί του το κλειδί.

Ξεχνάω τους ανθρώπους
σαν τα καράβια που χάνονται από το μάτι
ή σαν τα μέρη που επισκέφθηκα μικρή.

Ξεχνάω τους ανθρώπους
σαν υποχρέωση που αέναα μπορεί κανείς να αναβάλει,
δίχως να νιώθει ενοχή.

Ξεχνάω τους ανθρώπους και με ξεχνούν κι εκείνοι.
Μόνη στο κάστρο μου· μόνη όπως κι αυτοί.


Σάββατο, Απριλίου 10, 2010

Τα φιλαράκια μου οι άντρες...

Οι γυναίκες, λέει, κλαψομουνιάζουν.
Ενίοτε υστεριάζουν
-με πόση περηφάνια μίλησε για την ετυμολογία της λέξης!-
και γενικώς γκρινιάζουν…

Γέλασα βέβαια πολύ μ’ εκείνο το:
«Όχι μην αρχίζεις τη γκρίνια…
Σταμάτα τη γκρίνια, είναι η σωστή κουβέντα!»

Αιώνιοι άντρες σεξιστές,
παιδιά, χαρά γεμάτοι.
Που όμως μόνη τους μέριμνα
είν’ να χωθούν μέσα στην ύστερη -την ύστατη- σπηλιά
κι ας ξέρουνε καλά πως εκεί μέσα
πάντα θα βασιλεύει η μουρμούρα της πηγής.


Τετάρτη, Απριλίου 07, 2010

Παράδεισος














Αναρωτιέμαι. Πάντα αναρωτιέμαι.

«Ο παράδεισος είναι ένας τόπος αρχέγονος», είπε,
«δίχως διαιρέσεις.
Μόνον διακριτικά αρώματα.

[Ναι, διακριτικά, σχεδόν ανεπαίσθητα.
Οι μεγάλες αντιφάσεις είναι τεχνάσματα του ανατέμνοντος νου σου.]

---------

«Ο Παράδεισος», αναστέναξε κι αυτός ανέτοιμος,
«δεν είναι πια πέρασμα, ούτ' η γλυκιά σου προσμονή·
είναι ο τόπος της απόλυτης παράδοσής σου».


Τετάρτη, Μαρτίου 31, 2010

Μια απ’ τα ίδια

Οι γέφυρες είναι δύσβατες.

Λες «Θα πατήσω γκάζι»
-μαγκιά-
και βρίσκεσαι μες στο νερό να πνίγεσαι
παλεύοντας με το γαμοπαράθυρο της Porsche.

Κι αν πάλι το κάνεις επί τούτου
-πας απ' τη γέφυρα γυμνός και πέσεις-
στα ίδια θα βρεθείς:
θα ψάχνεις ενστικτώδικα την φωτεινή επιφάνεια.

Είν' ολοφάνερο:
όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη·
οι γέφυρες είναι το πρόβλημα.


Τρίτη, Μαρτίου 23, 2010

Έξυπνη τρέλλα















Είδα χθες μια ταινία
-δεν θα αποκαλύψω ποια, για να μην τη χαλάσω σε όσους δεν την έχουν δει ακόμα.
Καλογυρισμένη κλπ κλπ, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μου.
Δεν είναι πως τρελάθηκα από ενθουσιασμό.
Είναι που με έβαλε σε σκέψεις:
ένας άνθρωπος είναι απολύτως πιθανό να ζει στον κόσμο του,
χωρίς βεβαίως ο ίδιος να το συνειδητοποιεί.
Αλλιώς δεν θα ζούσε στον κόσμο του.
Ο τρελός λοιπόν δεν γνωρίζει πως είναι τρελός.

Αλλά όλα αυτά είναι γνωστά…

Αυτό που ίσως δεν είναι και τόσο γνωστό,
είναι πως ένας έξυπνος, επινοητικός άνθρωπος,
είναι πολύ πιθανότερο να δημιουργήσει επιτυχώς έναν δικό του κόσμο.
Βρίσκει πολλές ιδέες να επεξηγεί και να ερμηνεύει
τις διάφορες «περίεργες» καταστάσεις που του συμβαίνουν,
όπως επίσης και τις διάφορες «περίεργες» αντιδράσεις των άλλων.
Ένας έξυπνος άνθρωπος έχει εξάλλου ισχυρό κίνητρο:
γνωρίζει πολύ καλά τι δεν είναι σε θέση να αντέξει ψυχολογικά.
Στην ουσία δηλαδή επιλέγει·
επιλέγει να ζει στον κόσμο του.

Και η «τρέλα» έχει πολλές διαβαθμίσεις…




Μετα-naif-ιές


Διάβασα ένα "νόστιμο"* (*Μάντρα αυτοσυγκέντρωσης, κάτω) από μια fb φίλη για τους δημόσιους υπαλλήλους.

Μέχρι προσφάτως θα με έβρισκε απόλυτα σύμφωνη. Όμως τώρα πια σκέπτομαι
-και δηλώνοντας εξ αρχής άσχετη με τις αρχές και τα τέλη της οικονομικής "επιστήμης":
Πού θα απασχολούνταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας;
Ποιος θα τους προσλάμβανε; Πέραν του περιορισμένου της οικονομίας μας εν γένει,
πάρα πολλοί από αυτούς δεν έχουν κανένα προσόν. Και ο ιδιωτικός τομέας δεν κάνει χάρες...
Δεν θα είχαμε τότε πολύ μεγαλύτερη ανεργία;
Δεν θα είχαμε τότε διαρκή ύφεση, χωρίς αυτούς τους ανθρώπους να καταναλώνουν ασυστόλως
και μακράν πέρα από την οικονομική τους δύναμη; Διότι απλά είναι σαν τα παιδιά;
"Άμα μου τελειώσει το χαρτζηλίκι θα ζητήσω απ' τον μπαμπά να μου δώσει κι άλλα".

Στο κάτω-κάτω, όλος αυτός ο άκρατος ανταγωνισμός κι η αποδοτικότης/παραγωγικότης,
που τα έχουμε βάλει κορώνα στο κεφάλι μας, τι άλλο αποδεικνύουν εκτός του γεγονότος
πως είμαστε τα απόλυτα θύματα της καπιταλιστικής, (νεο)φιλελεύθερης
-πώς σκατά ονομάζουν κάθε τόσο την λατρεία του χρήματος- νοοτροπίας;

Σίγουρα δεν είναι μάγκες όσοι μην δουλεύοντας πληρώνονται από το κράτος.
Είναι όμως μάγκες και όσοι δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδι
για να αποδείξουν -σε ποιον άραγε;- πως είναι μάγκες;
Ή ακόμα χειρότερα απλά για να επιβιώσουν;

Ίσως πρέπει να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά επιτέλους.
Πιο συλλογικά-λιγότερο ωφελιμιστικά.
Η ζωή δεν βασίζεται στο χρήμα, όσο κι αν έχουμε όλοι ψηθεί μ' αυτήν την ιδέα.
Κι η σχέση μας με τους άλλους -αυτό που ονομάζουμε κοινωνία-,
ίσως θα ήταν καλύτερα για όλους να βασίζεται στην αλληλεγγύη, όχι στον ανταγωνισμό.

Γιατί ακόμα και με οικονομικούς όρους είναι ολοφάνερη η αλληλεξάρτηση:
όταν καταρρέει ένα κομμάτι του οικοδομήματος, καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα.

Έτσι δεν είναι;

------------------------

*Μάντρα αυτοσυγκέντρωσης

Προς κάθε απεργό που ετοιμάζεται να ξανακλείσει για άλλη μια φορά την γειτονιά του γραφείου μου
ουρλιάζοντας πανάρχαια συνθήματα πεπερασμένων εποχών
που τριβελίζουν μήνες τώρα το μυαλό μου σαν κινέζικο βασανιστήριο
θα ‘θελα να μπορούσα, με όλη μου την ευγένεια, να κρεμάσω ένα πανό έξω από το παράθυρό μου που να λέει:

"Ησυχία παρακαλώ.
Εγώ δουλεύω να βρω λεφτά για να πληρώσω και τον 10ο, 12ο και 13ο μισθό σου,
όλα τα επιδόματα αδείας σου, τις αποζημιώσεις σου, την αγένεια σου
σε ένα δημόσιο που σχεδόν πάντα με αγνοεί και μοιάζω σχεδόν πάντα να 'ενοχλώ',
το φακελάκι που αναμφίβολα θα χρειαστεί να σε πληρώσω κάπου κάποια στιγμή,
τα λεφτά μας/τους που μοιράστηκες/ζεσαι ή είδες να μοιράζονται ανάμεσα στους δέκα κολλητούς σου
στο νοσοκομείο, το σχολείο, την πολεοδομία, την εφορία, τον Δήμο.
Λίγη ησυχία παρακαλώ γιατί έχω ΔΕΗ, φόρο, ΦΠΑ και ΤΕΒΕ να πληρώσω,
με έχει πιάσει άγχος και προσπαθώ να συγκεντρωθώ"

Το λέω στους γείτονές μου στα διπλανά γραφεία, μου λένε ότι αν το έκανα αυτό
θα ανέβαιναν να με πλακώσουν στο ξύλο (έφηβοι κουκουλοφόροι χούλιγκαν και μη),
και μας πιάνουν 'τα γέλια' με τις 'τρελές' μου 'πάλι' ιδέες.

Αθηνά Λαμπρινίδου


Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010

Δεν…


Δεν…
δεν σαλπάραμε.
Ανοίξαμε πανιά
κι αναμέναμε…
Κι όσον ο καιρός
δεν μας έκανε τη χάρη
αύξανε η ένταση,
η ανυπομονησία.
Θέλαμε εμείς να φτιάξουμε καιρό:
κεραυνοί εκτοξεύονταν μες απ’ τα μάτια,
βροντές απ’ τα μελανιασμένα
-ίσως το κόκκινο κρασί;-
ακόρεστα χείλη.
Σταγόνες βροχής αυλάκωναν τις παρειές
κίτρινες, χλωμές
-ίσως τ’ αμέτρητα τσιγάρα;-
όταν πια έπεφτε πάλι σιωπή.
Μα άνεμος δεν σηκωνόταν.
Μήτ’ ούριος, μήτ’ όμως θυελλώδης
να εκδοθεί επίσημα
πλεύσης απαγορευτικό,
νικημένοι να επιστρέψουμε
και άπραγοι
σ’ αυτό που λέμε εστία,
μα δίχως ενοχή
πως τάχατες δεν το παλέψαμε.




Παρασκευή, Μαρτίου 19, 2010

Περί μαλακίας

Έχω ακούσει πολλές μαλακίες στη ζωή μου. Από μικρή.
Όταν ακόμα δεν ήμουν σε θέση να φιλτράρω τις πληροφορίες, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές.
Κι ακόμα επηρεάζομαι. Κι ας ξέρω πως ακούω τρέλες.
Κι ας ξέρω πως όλα πηγάζουν από ψυχικές αναπηρίες του απέναντι.
Πάντα οι άλλοι καταφέρνουν λίγο-πολύ να με βάλουν -έστω και προσωρινώς-
στο αρρωστημένο τριπάκι τους.

Έχω αποφασίσει χρόνια τώρα να αρνούμαι την εγγραφή αρνητικών εικόνων στο υποσυνείδητό μου:
μου βγαίνουν στα όνειρα και σε παράλογες φοβίες.
Έτσι ακριβώς λειτουργούν όμως και οι λεκτικές αλλοφροσύνες:
πάν’ και γαντζώνονται σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου και γίνονται καρκινώματα.

Δεν ξέρω αν πρέπει να αποφεύγουμε όλες τις παράνοιες της οικουμένης·
πιθανώς αυτό να μας έβαζε στην απομόνωση.
Όμως ακόμα δεν έχω επιτύχει εκείνη την περιβόητη αποστασιοποίηση,
το ναι μεν, αλλά… σε γράφω στ’ αρχίδια μου.
Λέω πως το κάνω, αλλά χαλιέμαι βαθιά.

Και το χειρότερο είναι πως το πάω κομπολόι:
με χάλασες, θα χαλάσω κι εγώ τον επόμενο.
Γιατί αυτο το πράγμα κολλάει παντού, δεν κάνει διακρίσεις…
κάτι θα βρω να προσάψω στον όποιον δύσμοιρο βρεθεί στο διάβα μου,
όταν το νευρικό μου σύστημα έχει χτυπήσει κόκκινο.

Είναι μεγάλο πρόβλημα η μαλακία:
μεταδίδεται πιο εύκολα κι απ’ τον ιό της γρίπης.
Και σίγουρα δεν απαιτεί σεξουαλική επαφή.
Αυτή απλώς την γιγαντώνει…


Κυριακή, Μαρτίου 14, 2010

Φαντάσματα

Παρατηρώ στο internet, στα blogs, στο facebook, στο chat
πως άνθρωποι που γνωρίζω 100 χρόνια
δίνουν μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα από την συνηθισμένη τους.

Είναι πολύ περίεργο φαινόμενο:
μιλάω μαζί τους και είναι σα να μιλάω σε κάποιον άγνωστο.

Χαζεύω τις αναρτήσεις τους
και δεν κολλάνε ποσώς στην live προσωπικότητά τους.

Δεν μπορώ να συνδυάσω τον άνθρωπο όπως τον γνωρίζω
με το πώς ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του
μέσα από άλλα σχήματα -πέραν της φυσικής του υπόστασης.

Σκέψου τώρα για ανθρώπους που πρωτογνωρίζεις μέσα από το δίκτυο:
άλλ’ αντ’ άλλων.

Φαντάσματα· ήτοι πλάσματα της φαντασίας.
Δεν ξέρω όμως ποιας φαντασίας: του πομπού ή του δέκτη;


Πέμπτη, Μαρτίου 11, 2010

Δελτίον καιρού


Μαζεύτηκαν πάλι σύννεφα·
τα σύννεφα της συρρίκνωσης.
Εξατμίζονται οι επιλογές,
συσσωρεύονται οι ματαιώσεις
και σχηματίζουν εκείνες τις απειλητικές
γκρίζες μάζες της θλίψης.

Περιμένεις υπομονετικά
ή προκαλείς ενεργά
τη σύγκρουση…
Να βρέξει επιτέλους,
να καθαρίσει το μισερό τοπίο.

Ν’ αλλάξει κάτι, βρε αδελφέ…



Παρασκευή, Μαρτίου 05, 2010

Juliaaaa..... (Pavlov's dog effect)



Λοιπόν, ας σχολιάσω κι εγώ τη Τζούλια Αλεξανδράτου
μιας και είναι αυτή το θέμα των ημερών
και ουχί τα νέα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης.

Την κατέβασα χθες από το Internet χωρίς να πληρώσω.
Ελπίζω να μην με μηνύσει ως κοινό εγκληματία,
που ρίχνω έξω την εταιρία παραγωγής της.

Πρόκειται λοιπόν περί κανονικότατης τσόντας.
Εγώ περίμενα να δω αυτές τις μπούρδες,
λίγο βυζί, λίγο κώλο
και μόλις φτάνανε στα επίμαχα σημεία να αλλάζουν σκηνή.

Όχι.
Η Τζούλια είναι επαγγελματίας
και τα δείχνει όλα εξ αρχής κι έως τέλους
-από τον οισοφάγο μέχρι τα έντερα.

Το «έργο» είναι ντεκαβλέ. Δεν σε φτιάχνει στο ελάχιστο.
Το παρακολουθείς για τη Τζούλια και μόνο.
Και απορείς. Και σκέπτεσαι.

Πρώτη σκηνή και σκέψη μου ήταν:
«Περηφάνεια που θα νιώθουν οι γονείς για την κόρηηηηη…»·
να κρέμεται στα περίπτερα και να τη βλέπει όλη η Ελλάδα
να χώνει μέσα της ένα μπουκάλι σαμπάνιας.

«Καυλώνεις;», τη ρώταγε ο ακέφαλος καβαλάρης της.
«Όχι, καθόλου», απαντούσε αυτή ευθαρσώς και μαγκιά της.
Σιγά μην καύλωνε εν ώρα εργασίας!

Πολλά ερωτήματα βασάνιζαν το μικρό μου κεφαλάκι:
Πόσα άραγε να έβγαλε απ’ αυτήν την ιστορία;
Tι πίνει;;
Eίναι δυνατόν να είναι κανείς τόσο κυνικός σε τόσο μικρή ηλικία;


Πάντως είναι πανέμορφη γυναίκα…

Εκεί που τελειώνει αυτός στη μούρη της
κι εκείνη φτύνει το λευκό υγρό
πίσω στο τεράστιο πράγμα του
και τον κοιτάζει λυπημένη,
θυμίζει στ’ αλήθεια μια χυμένη Παναγιά…



Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

Αντιστροφές



Οι ψυχικά ασθενείς, λέει, δεν αρρωσταίνουν.
Γιατρεύοντας μιαν έσω ασθένεια, εκδηλώνεται μια έξω.

Ας μην χαίρονται πολύ και καμαρώνουν οι αιωνίως υγιείς:
γνωστοποιούν αυτάρεσκα ένα κακό κρυμμένο.

Δεν είναι δικά μου τούτα· είναι «επιστημονικά».
Που δεν θα στα πει όμως γιατρός.
Ή μάλλον: θα στην πέσει ο γιατρός άμα σ’ ακούσει.
Χαλάς την πιάτσα.

Οι γιατροί ρίχνουνε βόμβες χημικές για να σκοτώσουν τα μυρμήγκια.
Και βαθαίνουνε τα βάραθρα των αιτιών.

Το μόνο που κάνουνε καλά είναι να κόβουν.
Κι αυτό απ’ ό,τι άκουσα αντεστραμμένο σαδισμό δηλώνει.

Είναι παράξενο:
αυτό που σε γεμίζει περηφάνια,
είναι συχνά το μείον σου.

Κι αυτό που σε πονά,
γίνεται η σωτηρία σου.




Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2010

Συγκριτικές παρατηρήσεις


Πίσω από έναν επιτυχημένο άντρα κρύβεται πάντα μία γυναίκα.
Πίσω από μία επιτυχημένη γυναίκα κρύβεται η απουσία ανδρός.

Μόλις ένα ζευγάρι χωρίζει,
η γυναίκα ανθίζει, ο άνδρας παρακμάζει.
Και συνήθως αυτή είναι που παίρνει την απόφαση.
Ο άνδρας φεύγει μόνον όταν ερωτευθεί.
Σε όλη του τη ζωή αντικαθιστά γυναίκα με γυναίκα.

Οι ηλικιωμένες γυναίκες -χήρες ή ζωντοχήρες- δηλώνουν ευθαρσώς:
«Απαπαπα, να βάλω πάλι κάποιον πάνω από το κεφάλι μου;»
Οι ηλικιωμένοι άνδρες προσφέρουν γη και ύδωρ στην οποιαδήποτε περαστική
προκειμένου να μην ζουν μονάχοι.

Οι νεαροί άνδρες έχουν χόμπυ και φίλους.
Με τα χρόνια γίνονται ακοινώνητοι και μονόχνωτοι.

Οι νεαρές γυναίκες έχουν αποκλειστικό τους μέλημα τον έρωτα και τον γάμο.
Μεγαλώνοντας το γυρίζουν σε γυναικοπαρέες σφύζουσες ενεργητικότητα.

Ο άνδρας έχει ανάγκη τη γυναίκα.
Η γυναίκα έχει… ατελείωτες ανάγκες.


Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2010

Μα… ήταν τόσο καλό παιδί…

Αρνούμαι πλέον να διαπληκτιστώ.
Έχει μπει μέσα μου το σκουλήκι της αμφιβολίας·
μπορεί ο άλλος να έχει δίκιο.

Όμως αρνούμαι και να συνυπάρχω
κάτω από σκιές και φάσματα.

Αρνούμαι πάνω απ’ όλα
εκείνην τη θλιβερή, ενοχλημένη μάσκα
της εκούσιο/ακούσιας εγκαρτέρησης.

Αρνούμαι τους όλο καλή συνείδηση
-ασυναίσθητους- θύτες
που μονίμως παίζουν το ρόλο
του κακομοίρη και του θύματος.

Αν είναι και θρήσκοι…
ψάξτε πού κρύβουν το τσεκούρι.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2010

Απορώ

Η τύχη του πρωτάρη
Σου δίνει κίνητρο να παίξεις.
ΟK
Ζωής πρόβλεψη.
Μα… ο Γκαστόνε υπάρχει;
Και ποιος ο λόγος των διακρίσεων;

Οι έμπειροι να ποντάρουνε σε άσσο διπλό,
Να έρχεται ο μαλάκας να μαζεύει το τραπέζι
Με τρία εξάρια -ένα στο χέρι,
Που σκάνε απ’ το πουθενά στο τέλος
Κι αυτός άνευ λόγου κανενός και φανερής αιτίας
Να έχει δώσει ρέστα;

Το ξέρουνε οι τυχεροί πως θα τους κάτσει a priori;
Ή κάπως κλέβουν;

Μπορείς να κλέψεις στη ζωή;
Μπορείς να κοροϊδέψεις;

Η μόνον αυτή ξέρει να κλέβει,
Εξ αρχής και μέχρι τέλους
γκρουπιέρισσα και οwner του καζίνο;

Χαρίζει σε κανέναν κοκκαλάκια νυχτερίδας;

Και αν εντέλει δεν ορίζεται η τύχη
Αυτή καθ’ εαυτόν
Ξαναρωτώ:
Μπορείς να κλέψεις;

Ή μόνον να παραπλανήσεις;


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010

The Imaginarium














Λέτε ο κόσμος να υπάρχει μοναχά επειδή κάποιος έχει μια ιστορία να αφηγηθεί;
Λέτε να έχει δίκιο ο Δρ. Παρνάσσους;
Λέτε οι άνθρωποι να είμαστε φαντάσματα του νου;

Κι αν πάλι θελήσουμε όλοι μαζί
-εσύ κι εγώ, εσείς κι εμείς-
να φανταστούμε ένα ον, θε να υπάρξει;

Μα ήδη τό ‘χουμε κάνει… από παλιά… από πάντα…

Τα όντα αυτά του νου μάς χάρισαν με τη σειρά τους
ύλη, χρώμα και μορφή.
Πάθη, πόνους, ηδονές και αμαρτίες.

Μια λούπα φαντασιακή.

Μέχρις ότου δεν βρίσκει πια κάποιος κάτι να αφηγηθεί
-ούτε καν στον εαυτό του-
και τότε όλα πάλι επιστρέφουν στο συμπαγές του τίποτα.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

Μόνον αυτό...

















Ο πρότερος βίος σου μου είναι αδιάφορος.
Κι ο θάνατός σου επίσης.
Μπορείς να ακινητοποιηθείς;
Μπορείς να εστιάσεις;
Μπορείς έστω για μια στιγμή να δεις;
Δίχως φακούς μυωπικούς του παρελθόντος
και υπερμετρικούς του μέλλοντός σου;
Με κούρασαν τα όνειρα κι οι αναμνήσεις.
Το μόνο που πια επιθυμώ
είν’ το απλό, σεμνό, εξαίσιο τώρα.



Παρασκευή, Ιανουαρίου 22, 2010

Πάμε πάλι τρέλες…
















Έχω την αίσθηση πως οι δυνάμεις μου μ’ αφήνουν.
Μπορεί οι συνάψεις ν’ αυξάνονται, ν’ αλλάζουν διαδρομές, να κάνουν διακλαδώσεις,
το σώμα όμως φθίνει.
Το παλεύω, το τσιτώνω και το ξαναχαλαρώνω,
αλλά αυτό μιαν άρνηση την έχει, μίαν εξάντληση αβυσσαλέα.
Ανησυχώ γι’ αρρώστιες και για τέτοια,
μέσα μου όμως ξέρω, ακράδαντα πιστεύω πως είναι από μέσα.
Μέσα βαθιά.

Κάθε έναν χρόνο και μισό, αν πράγματι τα κύτταρα αναγεννώνται
-αναρωτιέμαι κι αυτά τα δύσμοιρα ως πότε;-
και πόσα πριν έχουν αποδημήσει
εις Κύριον Άγνωστον κι Αμφίβολον τα μάλα,
εάν λοιπόν κάπου βαστάμε την ελπίδα του ξανά και του καινούριου,
γίνεται να το δημιουργήσουμε μονάχοι;
Ή η αυτόματη διαδικασία παίρνει εντολές μόνον από βαθιά,
και ούτε που νοιάζεται να μας ρωτήσει;

Αν κάτσω αποβραδίς και μόλις ξημερώσει,
σ’ έναν καθρέφτη αδυσώπητο μπροστά και μουρμουρίσω
«Είν’ όμορφη η ζωή κι εγώ ακόμα πιο ωραία»,
θ’ αλλάξει το γυαλί απάντηση και θα μου πει «Ωραία!»;

Είν’ η εποχή του Υδροχόου στ’ αλήθεια τόσο δοτική,
κι αναγεννησιακή,
που ο λόγος να κολυμπήσει στα βαθιά,
και στη ζωή μας να ‘χει λόγο;
Κι ύστερα, κάποτε, έστω μακριά,
να 'χει η ζωή μας λόγο;


Πέμπτη, Ιανουαρίου 21, 2010

Τέρμα οι συμβουλές

Δεν μπορώ να σου δώσω συμβουλή.
Πάντα νόμιζα πως μπορούσα, τώρα βλέπω πως είναι μάταιο.
Κάπου το είχε γράψει ωραία ο mariosp:
«…η συµßουλή είναι ένα από τα πιο άχρηστα πράγµατα στον κόσµο:
ο σοφός δεν την έχει ανάγκη κι ο ανόητος δεν µπορεί να την ακούσει».

Προσωπικώς δεν πιστεύω ακριβώς σε ανόητους και σοφούς.
Πιστεύω σε αυτούς που έχουν βιώσει μια κατάσταση και σε αυτούς που δεν.
Δεν μπορείς να μεταφέρεις τη βιωμένη γνώση.
Πρέπει να αφήσεις τον άλλον να φάει κι αυτός τα μούτρα του, να καταλάβει.
Γιατί θα σ' ακούσει με τ’ αυτιά του, θα αναλύσει με το μυαλό του,
στην ουσία όμως μέσα του δεν θα πάρει χαμπάρι αν δεν το περάσει ο ίδιος.

Με τις συμβουλές προσπαθούμε να προστατεύσουμε τον άλλον,
όμως έτσι τον ευνουχίζουμε τρόπον τινά.
Του στερούμε πολύτιμες εμπειρίες
-αν τυχόν βεβαίως υπάρχει άνθρωπος μη ευνουχισμένος ήδη
που να είναι τόσο υπάκουος ώστε να ακολουθεί συμβουλές.

Άσε που ενδέχεται να λες μαλακίες και να τον κάψεις τον άλλον.

Μάταιο λοιπόν, άχρηστο, έως και βλαβερό το να συμβουλεύεις.
Θα το κόψω.-


Δευτέρα, Ιανουαρίου 18, 2010

Αντίο, αγάπη μου…

Μπαράκι σκοτεινό, τζαζ, κόκκινες αντανακλάσεις σε χαμηλά ποτήρια.

-Έτσι είναι τελικά… Για κάθε άντρα άλλη είναι η καύλα του και άλλη η Μαντόνα του,
μονολόγησε ανακατεύοντας με το δάχτυλο τα παγάκια.

-Κι εγώ; Τι είμαι εγώ;


-Εσύ… είσαι κυρίως η Μαντόνα μου.


Άκουσε μέσα της τον ήχο της πορσελάνης που σπάει.

-Κι η καύλα σου;


-Μην γίνεσαι παρανοϊκή. Γενικώς μιλάω. Αλλά έτσι είναι τα πράγματα: τι θα κάνεις γι’ αυτό;


«Τι θα κάνω;»


Φόρεσε αργά το παλτό της, τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισε μόνο:

-Αντίο, αγάπη μου…