Header Painting by Agapi Hatzi

Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007

Διαπιστώσεις…

Ένας καλός μου φίλος με προσέγγισε πρόσφατα σεξουαλικά. Με έναν τρόπο πολύ άμεσο, για κάποιους ίσως χυδαίο. Ταυτόχρονα όμως και πολύ ειλικρινή. Τρυφερό θα τον έλεγες. Το ανέφερα σε μία φίλη μου. «Τρελός είναι; Δεν τα μπορώ αυτά. Εμένα μ’ αρέσουν τα υπονοούμενα», μου απάντησε έκπληκτη. Η φίλη μου είναι υποτίθεται άνετη σ’ αυτά τα ζητήματα.

Ένας άλλος φίλος μού εκμυστηρεύτηκε, πως απολαμβάνει το σεξ μόνο σε τριάδες. Και πως όταν βρίσκεται με τη γυναίκα του, δεν λειτουργεί παρά μόνο εάν φαντασιώνεται μία τρίτη παρουσία και μιλάει γι’ αυτήν με την σάρκινη σύντροφό του. Πρέπει να το μοιράζεται. Σ’ αυτήν την ιδέα τσίνησα εγώ. Μου φάνηκε κάπως υποτιμητική για την γυναίκα του.

Υπάρχει μια τόσο βαθιά ριζωμένη ενοχή μέσα μας σχετικά με τη γενετήσια ορμή μας, που πραγματικά είναι να εντυπωσιάζεται κανείς. Βλέπεις τα μάγουλα να κοκκινίζουν, τα χείλη να σφίγγουν, τα μάτια να ανοίγουν διάπλατα. Μπορεί οι περισσότεροι να ανέχονται πλέον ένα σόκιν ανέκδοτο χωρίς να ενοχλούνται φανερά. Μόλις όμως η συζήτηση στραφεί προς αυτήν την κατεύθυνση με αναφορές στη ζωή μας, στη δική μας ζωή, εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πάρα πολύ.

Η συχνότερη άμεση αντίδραση είναι, ότι αυτά τα πράγματα δεν συζητιούνται, είναι προσωπικά. Οι ερωτήσεις σχετικά μ’ αυτά τα θέματα θεωρούνται εντελώς αδιάκριτες –που πιθανώς και να είναι, εδώ που τα λέμε- και τα δεδομένα των σεξουαλικών σχέσεων άκρως απόρρητα. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει ανοιχτά για τον εαυτό του και συχνά αυτοί που το κάνουν λένε πολλά, μα πολλά ψέματα. Προτιμούν να κρύψουν, να υποτιμήσουν ή να υπερτιμήσουν την μάλλον ασαφή σχέση τους με το αντικείμενο.

Πάνω απ’ όλα όμως υπάρχει μαζικό «εσωτερικό» πρόβλημα. Οι άνθρωποι ειλικρινά και ουσιαστικά σοκάρονται. Το σεξ στις «ψυχές» όλων μας παραμένει ένα ταμπού και είναι ακόμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναπαραγωγή. Το γεγονός αυτό γίνεται ολοφάνερο, μόλις αναφερθεί κανείς σε τρίτους δρόμους. Έχει γίνει βέβαια πολύς ντόρος από τους ομοφυλόφιλους σε πολιτικό επίπεδο, ώστε να γίνουν κοινωνικά αποδεκτοί, όμως ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει κατ’ ουσίαν. Πόσο μάλλον άλλες επιλογές, πιο kinky…

Δεν αποδεχόμαστε το σώμα μας, ούτε την λεγόμενη ελευθερία του ατόμου να το διαχειρίζεται, όπως θέλει. Θεωρούμε ακόμα οτιδήποτε έξω από τις δυαδικές ετεροφυλικές σχέσεις ανωμαλία και σίγουρο δρόμο προς την πώρωση της ψυχής. Αυτό ενδέχεται και να συμβαίνει. Διότι κι αυτοί οι άνθρωποι δρουν ακόμα και στη δική τους συνείδηση «εγκληματικά».

Άκουσα χθες στην τηλεόραση, ότι τα ανδρικά πέη από γενιά σε γενιά μικραίνουν εντυπωσιακά, λόγω των περιβαλλοντικών συνθηκών. Πολλοί αντιμετωπίζουν πρόβλημα στύσης ή ολική ανικανότητα. Το σπέρμα αδυνατίζει, οι γυναίκες παρουσιάζουν κι αυτές διάφορα προβλήματα. Η φυσική αναπαραγωγή γίνεται όλο και πιο δυσχερής και σταδιακά μάλλον θα εκλείψει. Άραγε, σε τι μονοπάτια θα οδηγηθεί τότε η σεξουαλική ικανοποίηση; Μήπως εκλείψει κι αυτή;

Τελικά, μάλλον θα συμβεί αυτό που συμβαίνει πάντα: ο άνθρωπος θα προσαρμοστεί βιολογικά, θα αποφασίσει γι’ αυτόν η ίδια η φύση. Η αλλαγή μέσα μας όμως θα πραγματοποιηθεί πιο αργά απ’ οτιδήποτε άλλο. Αλήθεια, πόσο έχουμε αλλάξει στην ουσία μας από τον άνθρωπο των σπηλαίων;

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

*.exe
















Κρίμα είναι, να κρίνεις τους ανθρώπους επιφανειακά. Να μην καταλαβαίνεις το χιούμορ, να σοκάρεσαι με πράγματα κοινά, να αντιδράς στο άκουσμα μιας λέξης, ότι τάχα μου είναι χυδαία… Να σου διαφεύγει οικειοθελώς η ουσία.

Ας αφεθούμε λίγο ν’ ακούσουμε… ακόμα κι ό,τι ηχεί απαράδεκτο. Στο κάτω-κάτω, ποιος μπορεί να σε διδάξει καλύτερα από τον χαμένο; Ποιος ξέρει καλύτερα απ’ αυτόν τις παγίδες της ζωής;

Ας σηκωθούμε λίγο από την άνετη πολυθρόνα μας, ας ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο από τη θέση του άλλου. Έτσι… έστω και για πλάκα. Να δούμε τι διάολο βλέπει κι αυτός, που τον κάνουν να μας λέει αυτά τα παράξενα...

Δεν θα αλλάξουμε ποτέ αν δεν ξεβολευτούμε λιγάκι. Θα μείνουμε για πάντα με τα προγραμματάκια, που ενστάλαξαν με τόση τέχνη μέσα μας, όταν ήμασταν ακόμα παιδιά.

Ίσως να χρειαζόμαστε κι ένα καλό format για να προχωρήσουμε επιτέλους παρακάτω… Άγραφος πίνακας ξανά...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2007

Blogοσυνάντηση















Χθες βγήκα. Συναντήθηκα με άλλους bloggers. Έχω να πω, πως πέφτω πολύ μέσα στις προβλέψεις μου σχετικά με την εμφάνιση των άλλων, όπως τη φαντάζομαι μέσα απ’ τη γραφή τους. Ήταν σχεδόν όλοι, όπως τους περίμενα. Πλάκα είχε. Τελικά η μορφή μάλλον ταιριάζει με το περιεχόμενο των ανθρώπων. Δεν εννοώ τόσο, αν είναι όμορφοι ή άσχημοι, αλλά το γενικό στυλ, η αύρα… Αυτό που εκπέμπουν μέσα απ’ το λόγο αντανακλάται και στην εξωτερική τους εμφάνιση.

Δεν έγιναν τίποτα βαρύγδουπες συζητήσεις, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Δεν προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε τους άλλους μέσα απ’ τις απόψεις τους τόσο, όσο μέσα από ακατάπαυστες ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή τους: Πόσων ετών είσαι; Τι δουλειά κάνεις; Είσαι παντρεμένος; Παιδιά έχεις; Ούτε καν πολλά-πολλά κουτσομπολιά δεν έγιναν. Στην πορεία απλώς τρώγαμε, πίναμε και μιλούσαμε, σα να γνωριζόμασταν από καιρό…

Οι περισσότεροι μου φάνηκαν συμπαθείς. Απλοί, άνετοι, ωραίοι… Οι ηλικίες ήταν ως επί το πλείστον γύρω στα 40. Ή μάλλον: 30-50. Κανένας πιτσιρικάς, κανένας ηλικιωμένος. Κοινωνικο-οικονομική κατάσταση μέση, ντυσίματα απλά, καθημερινά. Το τζιν έδινε κι έπαιρνε. Πολλοί είχαν μια τάση προς το πάχος. Φαντάζομαι απ’ το πολύ blogging… Σχεδόν κανένας πάντως χοντρός. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, επίσης σχεδόν κανένας δεν έπινε πολύ. Εκτός από μένα βέβαια…

Ελπίζω να μην τράβηξε κανείς φωτογραφίες κρυφά, γιατί δεν έχω και φωτογένεια. Έχω την αίσθηση πάντως, πως αυτές οι συναντήσεις όλο και πληθαίνουν. Κι ότι στο μέλλον, κάποιοι από ‘μάς θα γίνουμε αληθινοί φίλοι. Εγώ ήδη έχω κάνει έναν πολύ-πολύ καλό τέτοιο φίλο. Τελικά το blogging μας φέρνει όντως πιο κοντά…

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Μόνη














«Είμαι κουρασμένος κι εσύ παράλογη. Πρέπει ν’ ανοίξω κι εγώ ένα blog, ν' αφήνω εκεί τις καθημερινές μου σκέψεις», έγραφε στο κλείσιμό του το μπιλιετάκι μ’ έναν γραφικό χαρακτήρα καθαρό, όμορφο θα τον έλεγες. Δεν πρόδιδε καμία κούραση, μόνο ένα ψέμα, μια εγκατάλειψη κι ένα κεκαλυμμένο αντίο…

Είχε σκοτωθεί μ’ όλον τον κόσμο. Εγκατέλειπε κι εκείνη τον άντρα της, να κάνει μια καινούρια ζωή. Είχε δεχθεί ψυχολογική πίεση και εχθρότητα απ’ τα πεθερικά της. Άνθρωποι προσκολλημένοι στο χρήμα, με διάθεση να εξουσιάζουν τους πάντες. «Να βάλετε τα λεφτά σας εκεί που ξέρετε», ήταν η τελευταία της φράση. Εκείνος την είχε ακολουθήσει, αλλά μόνο και μόνο για να βρει λίγο αργότερα μια πιτσιρίκα.

Οι δικοί της γονείς μάλλον αδιάφοροι. Δεν είχαν να της δώσουν άλλη συμβουλή παρά το γνωστό «Μείνε, θα το μετανιώσεις». Κι εσείς μείνατε και το μετανιώσατε, καλοί μου μικροαστοί. Και μαζί σας το μετανιώσαμε κι εμείς, τα παιδιά σας. Καθίστε λοιπόν μαζί μέχρι το τέλος. Απολαύστε τις ασταμάτητες μικρομάχες σας. Εγώ πάντως φεύγω. Κι από ‘κείνον κι από ‘σάς…

Ο αδελφός της, χαμένος στο κυνήγι του επιτυχίας, δεν είχε χρόνο όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά ούτε για τη γυναίκα του, που είχε δώσει το 3ο τους αμάξι μαζί με τον σοφέρ στο νεαρό γκόμενο. Ήταν όλα τόσο καλοστημένα, που κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι. Ήταν μια κυρία και ποτέ δεν κινούσε τις υποψίες. Εξάλλου, ποιος τη γαμεί κιόλας; Ο αδελφός πάντως όχι…

Ήταν κι η φιλενάδα, η κολλητή. Εξαφανίστηκε το πρώτο δευτερόλεπτο, που δεν είχε πια κάτι να κερδίσει από ‘κείνη. Είχε κλείσει μόλις έναν κύκλο ζωής και πήγαινε γι’ άλλα, καινούρια κόλπα. Δικαιολογίες πολλές: «Μιλάς πολύ στον κόσμο για μένα. Σε φοβάμαι». Έφυγε μ’ ένα τρένο προς τα πάνω. Και γύρω της γάβγιζαν πέντε μεγάλα, καλοαναθρεμμένα σκυλιά, που τά ‘σερναν κάτι μετανάστες…

Ένοιωθε μια αδιόρατη πικρία. Όμως ήξερε, πως για να μπορέσεις να αγαπήσεις τους ανθρώπους, πρέπει πρώτα να τους αφήσεις να φύγουν. Το μόνο… λυπόταν και θύμωνε, γιατί την κατηγορούσαν εκείνη για όλα. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Κανείς δεν κοιτάζει στον καθρέφτη. Δεν πειράζει… Εκείνη απλά τους αποχαιρετούσε. Μέσα της. Δεν είχε κανέναν ανάγκη.

Άλλωστε δεν έφταιγαν μόνο οι άλλοι…

Ήξερε και το άλλο: ένας-ένας θα επέστρεφαν. Μόλις ένοιωθαν, πως δεν εγκατέλειψαν, αλλά εγκαταλείφθηκαν. Και αντιστρόφως… Έτσι κι αλλιώς, αυτά τα πράγματα είναι πάντα αμφίδρομα. Θα τους δεχόταν πίσω. Όλους. Γιατί τότε, απαγκιστρωμένη απ’ τη θολή τους αγάπη, θα ήταν σε θέση να τους βάλει στη ζωή της ανώδυνα πια. Ανώδυνα κι απόμακρα…

Θα είχε βρει εξάλλου κι άλλους ανθρώπους μέχρι τότε. Θα διέγραφαν κι αυτοί την πορεία τους στη ζωή της. Μπρος-πίσω, μαζί-χώρια… Είχε μάθει πια. Στην ουσία ήταν μόνη…
Στην ουσία ήταν μόνη…

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2007

Σκέψη και "σκέψη"


Ο Ηρόδοτος γράφει, πως οι αρχαίοι Πέρσες είχαν μία μέθοδο, για να λαμβάνουν σοβαρές αποφάσεις, ακόμα και για τα θέματα του πολέμου.
Κάθονταν, το σκέπτονταν, συνεδρίαζαν, μελετούσαν τα δεδομένα και τις πιθανότητες και έβγαζαν από κοινού μία λογική απόφαση.
Μετά, πήγαιναν όλοι μαζί και έπιναν κρασί, μέχρι να χάσουν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους. Εν πλήρη μέθη, όταν η λογική είχε πια πάει περίπατο, αναφερόταν το ζήτημα εκ νέου και αποφάσιζαν για άλλη μία φορά.
Εάν και μόνο εάν οι δύο αποφάσεις συνέπεφταν, τις εφάρμοζαν. Αλλιώς, προφανώς επαναλάμβαναν τη διαδικασία.

Οι άνθρωποι «σκεπτόμαστε» με δύο τρόπους:

Ο ένας είναι η λογική, το μυαλό, ο λόγος. Όσα έχουμε μάθει, έχουμε καταλάβει, έχουμε κατηγοριοποιήσει και ταξινομήσει. Όσα μπορούμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη και να τα αναλύσουμε. Όσα υπόκεινται σε αρχές, αξιώματα και καθολικές προτάσεις.

Ο άλλος είναι λίγο πιο αφηρημένος. Πού εδρεύει; Ουδείς γνωρίζει. Άλλοι λένε στον ίδιο τον εγκέφαλο, κάπου κοντά στο λόγο. Άλλοι πάλι λένε στην καρδιά ή στην ψυχή, άλλοι στα σπλάχνα, κάπου στο ηλιακό πλέγμα. Είναι αυτά που νοιώθουμε και που έχουμε νοιώσει. Αυτά που έχουμε βιώσει βαθιά και έχουνε γίνει ένα με μας. Είναι οι επιθυμίες, οι ανάγκες και οι φόβοι μας. Είναι αυτό που λένε ο εσωτερικός μας κόσμος και που πολύ τον υποβιβάζουν σε απλό συναίσθημα.

Έγραψα πιο πολλά για τον δεύτερο τρόπο. Δεν είναι, γιατί τον θεωρώ σημαντικότερο. Ίσως πάλι και να το κάνω. Είναι μάλλον, γιατί ακόμα αυτές οι λειτουργίες είναι σχεδόν άγνωστες. Όταν κάτι δεν το γνωρίζεις καλά, λες πάντα περισσότερα. Προσπαθούμε να τις βάλουμε στα καλούπια του λόγου, όμως αυτές είναι αυθύπαρκτες και έχουν τους δικούς τους νόμους. Εάν έχουν νόμους. Ελάχιστοι τις αναγνωρίζουν ακόμα και -ή μήπως κυρίως όχι;- στον ίδιο τους τον εαυτό κι ακόμα λιγότεροι τις ελέγχουν.

Ίσως να είναι η γνωστή διαφοροποίηση, που κάνουν τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες, το IQ και το EQ (Intelligence quotient & Emotional quotient). Το πρώτο μετρά την γενικότερη ευφυΐα και αντίληψη του ατόμου. Το δεύτερο τη δυνατότητα κατανόησης και διαχείρισης του συναισθήματος -τόσο του δικού σου, όσο και των άλλων. Ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο αυτή η θεωρία.

Αν μην τι άλλο, κατάφερε η περίφημη επιστήμη, να διακρίνει τουλάχιστον την ύπαρξη κάτι διαφορετικού από τη δική της βάση, τη λογική. Κατάφερε να υποψιαστεί ως σημαντική ανθρώπινη παράμετρο αυτό που όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν ανέκαθεν. Οι αρχαίοι Πέρσες -όπως είδαμε- το λάμβαναν υπ’ όψιν ακόμα και στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Κι απ’ τους αρχαίους Έλληνες μου έρχεται τώρα μία φράση στο μυαλό, που ίσως να μοιάζει άσχετη, όμως νομίζω πως στην ουσία αναφέρεται σ’ αυτές τις τόσο σημαντικές και τόσο μυστήριες διεργασίες του είναι μας:

«Όποιος γνωρίζει τον κόσμο είναι έξυπνος, όποιος γνωρίζει τον εαυτό του είναι σοφός».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

What a wonderful world…
















Χθες είχε πάλι αυτήν την ταινία στην τηλεόραση... Meet Joe Black. Την πρώτη φορά την είχα δει στο σινεμά. Είχα μαγευτεί… Όχι απ’ την ταινία, απ’ τη μορφή του Θανάτου… Και από την όλη σύλληψη.

Για τους ελάχιστους, που δεν θα γνωρίζουν, κάποιος σκοτώνεται και μέσα στο σώμα του μπαίνει ο ίδιος ο Θάνατος. Το σώμα ανήκει στον Brad Pitt. Καταλαβαίνετε… Κόλαση…

Η πρωταγωνίστρια γνωρίζει τον άντρα, πριν σκοτωθεί. Ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες σ’ ένα café. Της αρέσει πολύ. Τι παράξενο, αλήθεια… Την επόμενη φορά, που θα τον ξανασυναντήσει, το περιεχόμενο θα έχει αλλάξει. Η μορφή όμως θα είναι η ίδια. Εκείνη του café. Του Brad Pitt…

Γίνονται 1002, τρεις ώρες κρατάει η ταινία. Ο Χάρος ερωτεύεται την κοπέλα και μαζί της τη ζωή. Κι εκείνη τον ερωτεύεται. Θα μπορούσαν να φύγουν μαζί, στα άδυτα της αιωνιότητας. Εκείνος όμως, στο όνομα της αγάπης, την αφήνει στη γη και δακρυσμένος της στέλνει πίσω τον άντρα του café.

Happy End… Η κοπέλα μένει με το κουφάρι του έρωτά της. Παραγεμισμένο με την προσωπικότητα ενός άσχετου. Θα μείνει μαζί του… Προχωράνε στο τέλος της ταινίας μαζί προς την κατάκτηση της κοινής τους ζωής. Αυτή κι ένας ξένος…. Με την αγαπημένη μορφή…

Μουσική υπόκρουση το Wonderful World του Louis Armstrong.
Ένας ύμνος στη ζωή… Η κατατρόπωση του Έρωτα-Θανάτου…
Παντρεμένοι για πάντα με τα φαινόμενα, το χρόνο και τις αντιφάσεις…

Μπορούμε άραγε να κάνουμε κι αλλιώς;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

Κάτι έχω να κάνω…

Σήμερα κοιμήθηκα πρωί. Είχα ένα είδος αϋπνίας. Δεν είναι σπάνιο αυτό. Δεν είναι καν αϋπνία. Είναι παντελής έλλειψη προγράμματος. Και μια κρυφή ελπίδα, πως κάτι μπορεί να συμβεί μέσα στη νύχτα. Καμιά φορά συμβαίνει…

Με ξύπνησε πανικόβλητος ο άντρας μου. Είχα να πάω κάπου κι είχα αργήσει εξωφρενικά. Ετοιμάστηκα τόσο γρήγορα, όσο μόνο για το σχολείο κατάφερνα. Όλα-όλα μαζί μού πήραν λιγότερο από 10’. Πρόλαβα. Με την ψυχή στο στόμα, αλλά πρόλαβα.

Δευτερόλεπτα πριν ξυπνήσω, ο ίδιος άνθρωπος που φώναζε στ’ αυτί μου να σηκωθώ, στην ψυχή και στ’ όνειρο μού έθετε μια ερώτηση. Μια ερώτηση, που με τυραννάει καιρό. Έχει σταλάξει άραγε η απάντηση μέσα μου; Δεν πρόλαβα ν' ακούσω...

Τον κοινό χρόνο, άμα τρέξεις τον προλαβαίνεις. Τον έσω χρόνο ποτέ… Όσο κι αν τον βιάσεις, όσο κι αν τον κυνηγήσεις, αόρατα φράγματα υψώνονται και σε καθηλώνουν. Καταδικασμένος να περιμένεις να πέσει κι η τελευταία σταγόνα, μέχρι ο σταλακτίτης να βαρύνει τόσο, που να μην τον κρατά πια ο ουρανός της σπηλιάς και να πέσει στο έδαφος με θόρυβο εκκωφαντικό.

Μόνο τότε είναι η ώρα… Η ώρα να κινήσεις γι’ αλλού…

Ίσως πάλι να μην έρθει ποτέ αυτή η ώρα… Ο σταλακτίτης να μείνει ένα απολίθωμα, ένα παντοτινό, εσωτερικό αξιοθέατο… Ντεκόρ της ψυχής σου…

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

Γυναίκα

Έμπαινε στο σπίτι των γονιών της και κάπνιζε. Ένα αρωματικό τσιγάρο, βαρύ… Ο καπνός τρύπωνε μέσα από τις χαραμάδες του παιδικού της δωματίου και της χάιδευε τα ρουθούνια. Μια αγαλλίαση την πλημμύριζε, ξετίναζε και το τελευταίο ονειράκι από το μικρό της κεφάλι και πεταγόταν απ’ το κρεβάτι. Είχε γυρίσει το αληθινό της όνειρο. Είχε έρθει Εκείνος!

Πόσο τον θαύμαζε! Ήταν ένας θεός. Πλάσμα ενός άλλου κόσμου, μακρινού, ανώτερου, ομορφότερου, άπιαστου… «Όταν μεγαλώσω, θα σε παντρευτώ!» του ψιθύρισε κάποτε κι εκείνος χαμογέλασε μ’ εκείνα τα υπέροχα χείλη του, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα φιλί. Ένα φιλί που της φάνηκε… ναι, της φάνηκε σχεδόν… ερωτικό…

Το σώμα απόκτησε καμπύλες, τα στήθη φούσκωσαν από νωρίς. Βιαζόταν να γίνει γυναίκα… Γυναίκα για ‘κείνον… Πώς θα την κοίταζε την επόμενη φορά, που μετά από χρόνια θα την ξανάβλεπε; Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην μαγική Πόλη κι Εκείνος την υποδέχτηκε με την τρυφερότητα του Απόμακρου Εραστή. Εκείνου που το μυαλό του στοίχειωνε μια άλλη. Τότε δεν ήταν που το φίδι της ζήλιας δάγκωσε για πρώτη φορά την ψυχή της;

Βόλτες στους δρόμους, επίσημα δείπνα σε φίλους… Ανθρώπους αντάξιους Του, πνευματώδεις, πέρα απ’ όσα εκείνη ήξερε και είχε ποτέ γνωρίσει, ανθρώπους πιο μεγάλους ακόμα και απ’ τη σύντομη ζωή της. Τις νύχτες ηχούσαν στ’ αυτιά της όλα αυτά τα μυστήρια μηνύματα της ημέρας που έφευγε… Μια μέρα λιγότερη, που θα ‘ταν στο πλάι του. Οι σκέψεις της έτρεχαν γρηγορότερα απ’ όσο το άγουρο μυαλό της μπορούσε να ακολουθήσει… Πανικός; Ευφυΐα; Τρέλα; «Θέλω! Θέλω! Πρέπει να γίνεις δικός μου…»

Βγαλμένη πια στα μονοπάτια της ζωής, με ένα βέλος να της έχει ήδη πληγώσει τα σωθικά, σκούπισε το δάκρυ της και τον ξανασυνάντησε. Ήταν πια σχεδόν ενήλικη. Είχε μάθει να φοράει τη μάσκα του Παιχνιδιάρη Έρωτα. Κι η καρδιά της άντεχε. Τώρα μπορούσε να τον παλέψει. Ύπουλα -όπως μόνο ένα θηλυκό ξέρει- τον παρέσυρε στα σοκάκια της δικής της ηδονής. Αυτόν, τον Άντρα των παιδικών της ονείρων… Τον έκανε να βογκάει και να σέρνεται ανάμεσα στα νεανικά της πόδια…

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το πιο ευτυχισμένο της ζωής της. Ναι. Τώρα ήταν μια αληθινή Γυναίκα. Τώρα ήταν έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο όλο. Και θα το έκανε. Μα τω Θεώ, θα το έκανε, αν λίγα χρόνια αργότερα δεν άφηνε τον Έρωτα, για να καταπιαστεί μ’ αυτό που λένε Αγάπη. Και που σε οδηγεί σε άλλους δρόμους… Δυσκολότερους…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2007

Vicious games

Τ΄αγοράκια ερωτεύονται τα κορίτσια της τάξης τους. Μα αυτές έχουν μάτια μοναχά για τους μεγαλύτερους.

Τα κορίτσια τσακίζουν τα μούτρα τους με τους μεγάλους. Είναι ακόμα αθώες και άβγαλτες.

Τα αγοράκια εφευρίσκουν τρόπους, γίνονται μάγκες, αλήτες, αντράκια. Αποκτούν με χίλιους κόπους μηχανάκι και υφάκι, λίγο όγκο παραπάνω… Πίνουν, καπνίζουν, βρίζουν… Ο καθείς ό,τι μπορεί. Αυτοί οι ίδιοι, που πριν 3 χρόνια θα τους έφτυναν όλες, τώρα έγιναν «μεγάλοι». Μέσα στα κόλπα τους κατάφεραν να πηδήξουν μια-δυο. Η τρίτη πια θα υποφέρει. Δεν έχει σημασία… Μόνο να γράφει το κοντέρ. Κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες…

Τα κοριτσάκια, κατακεραυνωμένα, αρχίζουν κι αυτά να δίνονται ασκόπως. Δεν θα είναι ποτέ πια οι μικρές χαζούλες, που τις είχε ο μεγάλος για κολατσιό. Όχι. Είναι γυναίκες και τα κάνουν όλα. Και όπου βρουν γόνιμο έδαφος, όπου δουν τα μάτια του άλλου να λάμπουν γι’ αυτές, θα τον πατήσουν κάτω. Θα εκδικούνται αέναα τον πρώτο, αυτόν που τις έκανε να χάσουν τον αυθορμητισμό τους για πάντα.

Και έτσι πάει σκοινί-κορδόνι. Ο ένας χαντακώνει τον άλλον. Ο έρωτας κρύβεται όλο και πιο βαθιά μες στην ψυχή μας, μην φανεί, μην τον ανακαλύψουν. Και η λαχτάρα χάνεται μέσα στο πλήθος των μάταιων επαφών.

Έρχονται στιγμές, που κάποιος μας αγγίζει. Μα είναι τόσο αργά.... Είμαστε πια τόσο φοβισμένοι και τόσο ξοδεμένοι στα γλέντια του ατέρμονου τίποτα… Δεν μας μένει παρά η μηχανική επανάληψη του παρελθόντος… Ή…

Ή αρχίζει η μεγάλη μεταμόρφωση. Με τόσον πόνο, όσο και τότε… Όταν ήμασταν ακόμα παιδιά. Ίσως και παραπάνω… Γιατί τώρα πρέπει να ξεριζώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια, όσα για χρόνια φυτρώναν ερήμην μας. Και το ξερίζωμα πονάει όσο τίποτα άλλο…

Σάββατο, Ιανουαρίου 20, 2007

Άγγιγμα ψυχής…















Παλιά, όταν είχαν πρωτοβγεί τα reality, ήτανε μία στον Μικρούτσικο (ακόμα δεν κάνει κάτι τέτοια αυτός;) και έλεγε, που ήταν παντρεμένη και είχε 4 παιδιά κι ο άντρας της τη βάραγε και την τελευταία φορά, που ήταν έγκυος στο 5ο, την έσπασε στο ξύλο και απέβαλε το παιδί και την παράτησε κιόλας στους 5 δρόμους να τα μεγαλώσει μονάχη της…

Ένα οικογενειακό δράμα… Μία γυναίκα αδικημένη από τη ζωή και τους ανθρώπους. Οι τηλεθεατές έπαιρναν τηλέφωνα να την παρηγορήσουν και να σχολιάσουν γι’ αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας… Πολλοί προσφέρονταν να τη βοηθήσουν οικονομικά, άλλοι να της βρουν σπίτι… Μία βαθιά ανθρώπινη εκπομπή, μία γροθιά στο στομάχι της ελληνικής κοινωνίας…

Ενόσω όλες οι νοικοκυρές της Ελλάδας συνέπασχαν και δάκρυζαν για τον πόνο του συνανθρώπου, πήρε στο τηλεφωνικό κέντρο του καναλιού ο βάναυσος σύζυγος. Μόλις εκείνη τη στιγμή τον είχαν ειδοποιήσει για την εκπομπή και είχε το θράσος να βγει να μιλήσει και αυτός, να υπερασπιστεί τις αποτρόπαιες πράξεις του…

«Παρακαλώ, ησυχία! Έχουμε τον σύζυγο της κυρίας στη γραμμή… ναι, μας ακούτε;»

Αρχίζει ένας διάλογος μεταξύ του ζευγαριού, πάρα πολύ πολιτισμένος, όπως πάντα σ’ αυτού του είδους τις εκπομπές… Τα μπινελίκια έπεφταν σαν το χαλάζι… Αυτός ο άνθρωπος, αυτό το τέρας της φύσης, δεν είχε βγει για να απολογηθεί… όχι… έβριζε! Και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο! Ακουγόταν σχεδόν αγανακτισμένος! Όπου κάπου ανάμεσα στα φρικτά του λόγια ακούστηκαν και τα εξής:


«Μωρή, εσύ δεν ήσουν που μ’ απατούσες;»
«Κι επειδή; Αυτός είναι λόγος να μου φερθείς έτσι; Να με βρίζεις και να με χτυπάς; Εγώ που…»

«Πες, μωρή, στον κόσμο! Πες! Πόσες φορές σ’ έχω βαρέσει;»
«Πόσες; Πόσες; Έχει σημασία το πόσες; Που με κλότσησες στην κοιλιά και με έσυρες στο πάτωμα απ’ τα μαλλιά και με πέταξες έξω απ’ την πόρτα! Κι έχασα το παιδί που κουβαλούσα! Γιατί μια μάνα...»

«Μία, μωρή, μία σ' εχω βαρέσει! Κι αυτό γιατί μ' εβγαλες εκτός εαυτού»
«Υπάρχουν, ρε κάθαρμα, δικαιολογίες για να βαράς; Που με έπιασες και..»

«Τους είπες, μωρή καριόλα, ότι το παιδί ήταν αλλουνού;»
«Και που ήταν; Γι’ αυτό έπρεπε να με σκοτώσεις; Δεν είναι τα λάθη για τους ανθρώπους; Εσύ δηλαδή είσαι ο αλάνθαστος; Που γύρναγες στα καφενεία και…»

«Τους είπες, ότι εκείνην την ημέρα μου ξεφούρνισες μέσα σ’ όλα, ότι κανένα από τα 4 παιδιά μας δεν ήτανε δικό μου;;;»
«Και τι πάει να πει αυτό, ρε παλιοαλήτη; Που βγήκες στα παράθυρα να με εκθέσεις κι από πάνω! Στο διάολο να πας! Κι εσύ κι η μάνα σου και όλο σου το σόι! Θα σε κάνω εγώ να μην μπορείς να βγεις από το σπίτι! Θα έρθω και θα…»


Κι η εκπομπή πήρε μια άλλη τροπή στις καρδιές των ευαίσθητων τηλεθεατών…
Άρχισαν να προβληματίζονται… Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους:
«Τελικά, έπρεπε να τη δείρει ή όχι;;;»

Το συζητούσαν για μέρες, θυμάμαι...
Το συζήταγαν για μέρες, θυμάμαι...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007

Περιμένοντας τις Απόκριες












Δεν έχουμε πια εποχές.
Μέσα στο καταχείμωνο φοράμε τα μαγιό μας.

Δεν πήραμε χαμπάρι το φθινόπωρο, εντάξει…
Όμως δεν είδαμε, που άλλαξε η ώρα;

Δεν είδαμε την Πρωτοχρονιά τα πρόσωπα τριγύρω μας;
Πόσο λιγόστεψαν, πόσο έχουνε πια βαρύνει;

Δεν είδαμε, ούτε ακούσαμε, πως σε 3 ημέρες αρχίζουν οι εκπτώσεις;
Κι οι προσφορές έχουν αρχίσει ήδη από καιρό...

Η τελευταία μας εποχή θα είναι οι Απόκριες…
Ούτε ο καθρέφτης δεν θα μας λέει πια την αλήθεια.

Θα καταρρεύσουμε ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ μες στο κοστούμι της αρεσκείας μας…

(Και η άνοιξη θα ανατείλει ξανά… για κάποιους άλλους…)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Δίκοπο μαχαίρι

«Διαβάζω μέσα απ’ τις γραμμές», λένε πολλοί.

Κι όμως, τα κρυμμένα νοήματα,
ακόμα κι οι πιο καλά μασκαρεμένες σκέψεις μας
ξεπηδάνε ανεπαίσθητα μέσα απ’ τις γραμμές
και γνέφουν στον αναγνώστη.

Και το αληθινό μήνυμα αυτών που γράφουμε:
οι έμπειροι το διαβλέπουν,
οι άπειροι το εισπράττουν υπογείως και ασυνειδήτως.

Δίκοπο μαχαίρι η γραφή για τους αναγνώστες.
Δίκοπο όμως και για τους γράφοντες.

Μπορείς να χειραγωγήσεις ή να εκτεθείς.
Ενίοτε και να διασυρθείς.

Στο μυαλό ή στην ψυχή του αναγνώστη…
Έχει κιόλας καμιά σημασία;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

Στο χαρέμι

Μια όμορφη χωριατοπούλα έπλεκε στο κατώφλι του σπιτιού της. Πέρασε μια μέρα, την είδε ο σουλτάνος, του γυάλισε κι έβαλε τους φρουρούς του να την πιάσουν. Επί τόπου. Την οδήγησαν σε κάτι μπουντρούμια, όπου την ανέλαβαν πολλές. Και πολλοί… Κάτι χοντρούληδες με λεπτές φωνές. Ευνούχους τους έλεγαν. Ήταν πια στο χαρέμι.

Η μικρούλα σιχαινόταν το Σουλτάνο και όσα της έκανε. Έκλαιγε κρυφά. Για τα βάσανα της, αλλά και από πόθο ανομολόγητο. Για έναν φαλακρό, τον μοναδικό της φίλο μέσα στο σεράι. Αυτός όμως μόνο την χτένιζε και φρόντιζε να περνάει όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα στη δυστυχία της. Φιλικά…

Ευνούχος, ξέρετε, είναι ότι σου αχρηστεύουν τα γύρω-γύρω για να μην κάνεις παιδιά. Τα υπόλοιπα μένουν στη θέση τους και λειτουργούν κανονικά. Μόνο που ο ευνούχος μετά δεν νοιάζεται. Τα γονίδιά και οι ορμόνες του δεν τον παρακαλούν να τρέξει. Και έτσι κάθεται νωχελικά και ρεμβάζει. Απαθής κι ατάραχος…

Αυτή τον θαύμαζε, τον αγαπούσε, λάτρευε τον τρόπο που τραγουδούσε μ’ αυτήν την ιδιόρρυθμη φωνή του… Και ήταν τόσο τρυφερός… Ποτέ δεν θα την τράβαγε και δεν θα την έσπρωχνε σαν τον Σουλτάνο. Ποτέ δεν θα ήταν βίαιος μαζί της. Του τριβόταν και τον χάιδευε, όμως αυτός απαλά την έκανε στο πλάι και της διηγούνταν ιστορίες απ’ τη ζωή του, πριν γίνει κι αυτός σκλάβος στο σεράι. Όταν ακόμα ήταν άντρας…

Τα χρόνια περνούσαν κι η μικρή χωριατοπούλα μαράζωνε. Ο Σουλτάνος σπάνια την φώναζε πια κι αυτή άλλο που δεν ήθελε. Ήθελε όμως ακόμα τον Ευνούχο, που με τα χρόνια είχε βαρύνει κι άλλο και είχε πάψει ακόμα και να της μιλάει. Έκανε μόνο τα απολύτως αναγκαία και μετά καθότανε σε μια γωνία, με το θλιμμένο του βλέμμα… Αναπολούσε, σκάλιζε τις στάχτες της ζωής του και πότε-πότε δάκρυζε μονάχος…

Μοναδικός του σύντροφος ήτανε πια μονάχα μια σκιά, που κάποτε είδε να περνά από την κάμαρά του… Υπέθεσε πως ήτανε ο Χάρος κι από τότε μόνο αυτόν σκεπτόταν και περίμενε πότε επιτέλους θα τον ξαναδεί… Πότε επιτέλους θα τελείωνε αυτό το άχαρο ταξίδι του πάνω στη γη, μέσα στα μπουντρούμια…

Η μικρούλα μας, η γερασμένη πια μικρούλα μας, κάποτε αποφάσισε να τον βγάλει απ΄ τη δυστυχία και μαζί του να φύγει κι αυτή απ’ την πικρή της αλήθεια. Μια νύχτα, εκεί που ο Ευνούχος είχε κλείσει για λίγο τα μάτια, πήρε μια χαντζάρα που κρεμότανε στον τοίχο και με μια αθόρυβη, μα γρήγορη κι αποφασιστική κίνηση την κατέβασε πάνω στο εναπομείναν σε αχρηστία όργανό του.

Δεν ακούστηκε παρά μόνο μία μικρή κραυγή από τα χείλη του, που έμελλε να ηχεί για πάντα στ’ αυτιά της. Έσκυψε και μέσα από μία λίμνη αίματος μάζεψε το κομμάτι του Ευνούχου από το πάτωμα. Το πέρασε σε μία κλωστή, από αυτές που έπλεκε πιτσιρίκα όταν την πρωτοείδε ο Σουλτάνος, και το κρέμασε στο λαιμό της. Μες στο σκοτάδι σύρθηκε από ένα κρυφό πέρασμα που είχε ανακαλύψει με τα χρόνια σ’ έναν παλιό τοίχο του σεράι και βγήκε στην παγωμένη νύχτα.

Κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια άρχισε να περπατά προς το πιο άδειο μέρος που έβλεπαν τα μάτια της και η καρδιά της. Την βρήκαν μετά από μέρες, ολομόναχη κάτω από ένα δέντρο να χαϊδεύει με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το φυλαχτό γύρω από το λαιμό της. Ήτανε πια ελεύθερη κι εκείνος αιώνια δικός της…

Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007

Sex and drugs and …




















Η εμπειρία μου από την επαρχία -που δεν είναι άλλη απ’ τη Σαντορίνη και αρκετά από Πάρο- μου λέει, ότι στην επαρχία γίνεται της… μουρλής. Σ’ ένα νησί στο μεταξύ, όσο να ‘ναι, οι άνθρωποι έρχονται και σ’ επαφή με τουρίστες, είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένοι από άλλες επαρχίες, ορεινές και απομονωμένες.

Όμως τελικά, μάλλον δεν φταίει μόνο η παιδεία, αλλά οι ατέλειωτοι μήνες μοναξιάς, όπου αναγκάζεσαι να περνάς το χρόνο σου με τους ελάχιστους γείτονές σου χωρίς πολλές δυνατότητες άλλης απασχόλησης και ψυχαγωγίας.

Το αποτέλεσμα; Απίστευτες ποσότητες αλκοόλ, χαπιών και άλλων τινών, ομαδικό σεξ, κακοποιήσεις, παιδεραστία, αιμομιξία…

Στη Σαντορίνη, κάποιος επιφανής κάτοικος των Φηρών, πηδούσε την κόρη του και στη συνέχεια την εγγονή του από πάρα πολύ μικρή ηλικία και το γεγονός αυτό ήταν γνωστό τοις πάσι. Κανείς όμως δεν έλεγε τίποτα γι’ αυτό, όλοι το αποδέχονταν σαν ένα φυσιολογικό γεγονός της ζωής τους πάνω στο νησί.

Ξέρω πολλά τέτοια περιστατικά και η εμπειρία μου είναι πραγματικά ελάχιστη. Γι’ αυτό μην παραμυθιαζόμαστε σχετικά με το ήθος της ελληνικής οικογένειας και τα τοιαύτα. Είναι σχεδόν ανύπαρκτο και στηρίζεται κυρίως στην κατακραυγή του κόσμου. Αλλά το προσπερνάνε κι αυτό το θέμα… Η ανάγκη, βλέπετε… Στο κάτω-κάτω κι οι άλλοι τα ίδια κάνουν. Κάθε σπίτι και μια βρωμοϊστορία…

Οι πιο «ηθικοί» άνθρωποι είναι αυτοί της πόλης και δη η μεσαία τάξη. Αυτοί είναι ο συνεκτικός κρίκος ολόκληρης της κοινωνίας. Η κατώτερη κι η ανώτερη τάξη επιδίδονται σε πάρα πολύ ακραίες πράξεις, σε όλα τα επίπεδα. Οι μεν λόγω εξαθλίωσης και έλλειψης παιδείας, οι δε λόγω ανίας και ενίοτε διαστροφής.

Και στην επαρχία λόγω όλων μαζί συν την απομόνωση… και την συνενοχή των περισσοτέρων…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ευτυχία
















Πιτσιρίκα, από τα 17 έως τα 21 δούλευα τα καλοκαίρια Σαντορίνη, Φηρά. Απ' το Πάσχα κατέβαινα και γύριζα τέλη Οκτώβρη. Όλην την ημέρα δούλευα, σε χρυσοχοείο. Τη θάλασσα την έβλεπα από κοντά 2-3 φορές κάθε καλοκαίρι, αλλά ποσώς μ’ ενδιέφερε.

Τις νύχτες γύρναγα από μπαρ σε μπαρ και έπινα και 7 η ώρα το πρωί έπρεπε τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας να είμαι στο μαγαζί, γιατί έσκαγαν πρωινιάτικα οι κρουαζιέρες με τους Αμερικάνους και τους Γιαπωνέζους και μας άφηναν τα ωραία τους φραγκάκια. Απ’ τα οποία έπαιρνα ποσοστά κι έβγαζα πολλά, πάρα πολλά.

Ήμουν μόνη μου, νοίκιαζα δωμάτιο στην καλντέρα. Έτρωγα στο πιο ακριβό ρεστοράν των Φηρών, αγόραζα σχεδόν κάθε μέρα ρούχα και εσώρουχα!, πηγαινοερχόμουν με αεροπλάνο, έπαιρνα και κανένα κόσμημα απ’ το μαγαζί, που τα έχω ακόμα.

Γνώριζα όλον τον κόσμο. Ήμουν η μασκότ των Φηρών. Μικρή και τριανταφυλλένια.
Φιγουράριζα τότε και σε ένα καρτ ποστάλ… Το έχασα, γμτ…

Είχα ερωτευτεί τον πιο τρελό τύπο της Σαντορίνης και κάποια στιγμή έφτιαξα μια γυναικεία συμμορία και μιμούμουν τις τρέλες του. Μια νύχτα είχα κάτσει στο κλείσιμο της Καζαμπλάνκα στην σκάλα, είχα απλώσει το πόδι μου και ζήταγα απ’ όλους τους πελάτες να μου δώσουν ένα κατοστάρικο, για να τους αφήσω να φύγουν. Μου έδωσαν όλοι, χωρίς καν να το συζητήσουν. Μόνο κανα-δυο πήγαν να πουλήσουν τσαμπουκά και τους εξήγησα, ότι δεν μπορώ να κάνω διακρίσεις και μου το έδωσαν κι αυτοί…

Τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου! Ελεύθερη, ανεξάρτητη, είχα μόλις τελειώσει το μισητό σχολείο, είχα περάσει στο πανεπιστήμιο κι είχα πάρει αναβολή ζωής επ’ αόριστον. Έκανα κυριολεκτικά ό,τι γούσταρα και ήμουν ευτυχισμένη. Ήμουν, το ένοιωθα και το έλεγα. Κανείς δεν με πίστευε τότε, αλλά ήταν αλήθεια. Από τότε δεν ξαναϋπήρξα ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη, γιατί δεν ξαναήμουν ποτέ μόνη κι ελεύθερη.

Όποτε θέλω να νοιώσω πάλι ήρεμα και όμορφα, αναπολώ 2 στιγμές:
Ένα πρωινό, που ξύπνησα στη βεράντα ενός υπέροχου ξένου σπιτιού στο Ημεροβίγλι και κατηφόρισα προς το κέντρο μέσα σε μια πρωινή ατμόσφαιρα απέραντης γαλήνης και ομορφιάς.

Κι ένα απόγευμα στου Φράνκο, όπου οι γλάροι χόρευαν κάποια μαγική μελωδία, χόρευαν για μένα, σε σχηματισμούς, για ώρα… κι ο ήλιος έπεφτε σιγά-σιγά πίσω από το ηφαίστειο…

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2007

Μην με συγκρίνεις, μάτια μου…




















Άσχημο πράγμα η σύγκριση.
Με καλύτερους αγχωτικό
Με χειρότερους αποκαρδιωτικό
Με τον παλιό σου εαυτό δραματικό.

Τι άφησα πίσω;
Τι κέρδισα στο δρόμο;
Πόσο άλλαξα;

Δεν μου αρέσουν πια οι όροι…
Βγαίνω συνέχεια χαμένη από παίκτες κατώτερους.
Ή μήπως άλλοτε κατώτερους;
Πρέπει μάλλον να συγκεντρωθώ…
Δεν έπρεπε ποτέ να περιφρονήσω το παιχνίδι…

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2007

Άπατη φιλία

Όταν ξέρεις, πως κάτι ενοχλεί τον άλλον
κι εσύ συνεχίζεις να το κάνεις,
κάτι δεν πάει καλά.
Όποια κι αν είναι η πρόθεσή σου.

Για τις προθέσεις σου είσαι εσύ αρμόδιος,
για τα αποτελέσματα τους, εγώ.
Εγώ κρίνω τη συμπεριφορά σου.
Κι εγώ αποφασίζω, αν θα την ανεχτώ.

Ο σεβασμός είναι η βάση κάθε ανθρώπινης σχέσης.
Όλα τα άλλα έπονται. Και είναι υποδεέστερα.
Η φιλία σου λοιπόν –η χωρίς σεβασμό- δεν έχει πάτο.
Και κάτι που δεν έχει πάτο είναι επικίνδυνο.
Μπορεί να πνιγώ.

Δεν τη θέλω τέτοια φιλία… Πήγε άπατη…

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2007

Συγγραφέας κατ’ αποκοπήν

Προσπαθώ να γράφω κάτι κάθε μέρα. Κι ας μην έχω τίποτα στο μυαλό μου. Ξεκινάω να γράφω κι όπου με βγάλει. Αυτό το κάνω κάπως σαν άσκηση. Δεν περιμένω την έμπνευση. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι κανένας συγγραφέας να περιμένω την έμπνευση. Βλακειούλες γράφω. Ό,τι υπάρχει μέσα μου, απλώς το βγάζω, με μια γραφή σχεδόν αυτόματη. Χωρίς επεξεργασία.

Όμως έχει και θεωρητικό υπόβαθρο αυτή η ιστορία. Πιστεύω στην παραγωγή. Στη μεγάλη παραγωγή, αν είναι δυνατόν. Θεωρώ ότι σε οποιονδήποτε κλάδο και αν απασχολείσαι, πρέπει να δουλεύεις πολύ και να παράγεις πολύ. Μέσα απ’ την ποσότητα ξεπετάγεται και η ποιότητα. Ειδικά στα «καλλιτεχνικά».

Σπάνια ένας άνθρωπος γράφει ελάχιστα και μέσα σ’ αυτά υπάρχει κάτι πραγματικά αξιόλογο. Ακόμα κι ο Bukowski είχε πει μέσα στην πίτα του, πως πρέπει να σπάσεις τα δάχτυλά σου στη γραφομηχανή, για να γράψεις κάτι που να αξίζει αληθινά τον κόπο.

Ξέρω κάποιους ανθρώπους, πολύ καλούς γραφιάδες, που απαξιούν να γράφουν συχνά. Περιμένουν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ίσως, όμως το αποτέλεσμα είναι, ότι αφήνουν το υλικό που έχουν στο μυαλό τους να βαλτώνει. Και όταν κάποιες ελάχιστες στιγμές αποφασίζουν να γράψουν, τους βγαίνουν όλα μέσα από το πρίσμα της συγκεκριμένης στιγμής και παίρνουν όλα μια παρόμοια μορφή… χρωματίζονται όλα ίδια…

Οι μεγάλοι συγγραφείς καταγράφουν τις σκέψεις τους, τα όνειρά τους, όσα ακούν και τους κάνουν εντύπωση… συνεχώς, όπου κι αν βρίσκονται… και κάποια στιγμή αντλούν μέσα απ’ αυτόν το θησαυρό που σιγά-σιγά συλλέγουν. Και που έχει όλες τις αποχρώσεις της ζωής…

Εικόνες… πόσες εικόνες μπορούν να σού ‘ρθουν μαζεμένες σε μια στιγμή; Τι να προλάβεις να θυμηθείς και τι να αποτυπώσεις, όταν γράφεις σπάνια; Και δη υπό την επήρεια περίεργων ψυχολογικών ερεθισμάτων ή ακόμα χειρότερα ουσιών;

Όχι, δεν γίνεται έτσι δουλειά. Πρέπει να σπάσεις τα δάχτυλά σου στη γραφομηχανή… Πάει και τελείωσε.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Black Out

Δεν έχω πια καμία έμπνευση. Στέρεψα.

Το μόνο, που μ’ ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή, είναι να ξαναβρώ το παλιό μου σώμα, που χάθηκε ανάμεσα σε αποτυχημένες προσπάθειες να κόψω το τσιγάρο, επίσης αποτυχημένες εγκυμοσύνες, εξωσωματικές, ορμόνες, κορτιζόνες και πολλές-πολλές μπύρες.

Μαζί με το σώμα μου χάθηκε και η φιλοδοξία μου ν’ αρέσω στο άλλο φύλο, ν’ αρέσω γενικώς… ξέχασα το αίσθημα να σου κλείνει φιλήδονα το μάτι, έστω και ο καθρέφτης. Και μαζί μ’ αυτό πέθανε και κάθε είδους φιλοδοξία.

Κυνήγησα το όνειρο της μητρότητας και στο δρόμο συνάντησα τον εφιάλτη της μέσης πια ηλικίας. Το χαμήλωμα των στάνταρντς, το άφημα, την παντελή έλλειψη επιθυμιών, φιλοδοξιών, στόχων… Το γέρασμα…

Ο έρωτας, λαμπυρίσματα του παρελθόντος, που κανείς δεν θα βρεθεί να ικανοποιήσει πια. Δε μένει παρά μόνο το κυνήγι του χρήματος και της περιφρονημένης κοινωνικής μου ζωής.

Και πάνω απ’ όλα, η ελπίδα να μπορέσω κάποτε να γράψω κάτι όμορφο, κάτι που να λέει την αλήθεια μου… όπως εγώ την ένοιωσα μέσα σ’ αυτά τα αλλόκοτα χρόνια που άφησα πίσω μου και που τώρα φαντάζουν κενά και μαραζωμένα.

Όμως τώρα… καμία έμπνευση… στέρεψα…
Πρέπει πια να διαβάσω, να κλέψω απ’ τις εμπειρίες των άλλων…

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2007

Χρυσή τομή




















Υπάρχουν δύο τρόποι να ξεφτιλίζεις τα πράγματα:
να τα κάνεις πολύ ή να μην τα κάνεις καθόλου.

Στα άκρα όλα χάνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις, γίνονται σχεδόν μυθικά.
Καλά ή κακά. Λατρεμένα ή μισητά. Θρησκευτική ματιά.

Τη θέση της δοκιμής παίρνει η αποχή, η άρνηση. Τη θέση της μέθεξης η μέθη.

Αναρωτιέμαι μήπως κάπως έτσι χάνουμε το δικαίωμα στην επιλογή.
Μήπως αφηνόμαστε να μας επιλέγουν και να μας ελέγχουν τα πράγματα κι όχι εμείς αυτά.

Μήπως η μοναδική πραγματικά δική μας επιλογή είναι η παλινδρόμηση, αναζητώντας το μέτρο…

Γιατί και οι μετρίως μέτριοι και πάντα μετρημένοι ταλανίζονται από άμετρη βλακεία και άμετρο φόβο…
Αλήθεια, είναι ζωντανοί αυτοί;

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

Πυρετός

Όταν έχεις πυρετό, το σώμα ανεβάζει θερμοκρασία, για να αντιμετωπίσει τον επικίνδυνο «εισβολέα». Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ένας εισβολέας μας κάνει να ριγούμε και να καιγόμαστε. Εναλλάξ. Κι ο πυρετός το όπλο μας.

Το καλύτερο είναι να τραβήξεις –αν είναι δυνατόν- τον πυρετό στο φουλ, να τον κάνεις πραγματικό σύμμαχό σου σ’ αυτόν τον αγώνα επιβίωσης, να τσουρουφλιστείς κι εσύ κι ο εισβολέας παρέα, να τον βαρεθείς, να σε βαρεθεί, να συνεχίσεις τη ζωή σου… Ενίοτε τη συνεχίζεις και μαζί του…

Αν ο πυρετός δεν επιδέχεται τσίτα, μπορείς να καλέσεις κι άλλον εισβολέα στο παιχνίδι, με την ελπίδα να μπερδευτεί το σύστημα και να μοιραστεί η κάψα. Αυτή είναι η λεγόμενη μέθοδος της ομοιοπαθητικής. Συνήθως όμως δεν πιάνει το κόλπο.

Μπορείς να δοκιμάσεις και διάφορες άλλες τεχνικές: να προσπαθήσεις να τον διώξεις με διαλογισμό, με εργασιοθεραπεία, με κλοτσιές… Ό,τι μπορεί ο καθένας… Συνήθως ούτε αυτά πιάνουν.

Τελικά τις περισσότερες φορές κάθεσαι και ψήνεσαι και περιμένεις υπομονετικά να κάνει το πράγμα τον κύκλο του.

Μόλις αρχίσει και πέφτει λίγο ο πυρετός, όμως, προσοχή! Συχνά ξεθαρρεύεις, βγαίνεις λίγο απ’ το καβούκι σου, πουλάς λίγο τσαμπουκά, εις μάτην… Την ξαναρπάζεις, ξανακυλάς και φτου κι απ’ την αρχή.

Συμπέρασμα: δεν θέλει αντίσταση. Let it go, που λένε κι οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Χαλαρά και συν τω χρόνω. Και με την ελπίδα, πως δεν θα σ’ αφήσει μόνιμο κουσούρι…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Τριπάκι

6η ημέρα άρρωστη. Έχω φρικάρει. Το μυαλό μου έχει γίνει λαπάς από τον πυρετό και κάθε φορά που βήχω κουνιέται ολόκληρο και πονάει. Πού να γράψω ποστ;

Έχω πολλά χρόνια ν’ αρρωστήσω και δη ν’ ανεβάσω πυρετό. 39,7 έφτασε. Τα αντιπυρετικά τον κατέβαζαν το πολύ μέχρι το 38,8. Περίεργο δεν είν’ αυτό; Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, μου έδιναν μια ασπιρίνη, ίδρωνα-ξεϊδρωνα και σε μια ωρίτσα ο πυρετός είχε εξαφανιστεί. Ρώτησα και μου είπαν, πως τα αντιπυρετικά δεν κατεβάζουν πια πολύ τον πυρετό. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Τα χάλασαν;;

Τέλος πάντων, εκείνη η νύχτα του μεγάλου πυρετού ήταν πολύ τριπαριστή. Ανίκανη να κοιμηθώ πραγματικά, πάλευα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σε μια κατάσταση εγκεφαλικού χάους. Η σκέψη μου έτρεχε με τεράστια ταχύτητα μέσα σε μία δίνη και προσπαθούσε να κάνει συνδυασμούς μέσα από χιλιάδες εικόνες, με σκοπό να συναρμολογήσει μία καινούρια. Μια εικόνα που ήθελε το μυαλό μου σώνει και καλά να ολοκληρώσει, για να τη δει και να την κατανοήσει.

Δεν τα κατάφερα. Ξύπνησα καίγοντας. Όπως ξυπνάς από εφιάλτες που σε κυνηγούν και σώζεσαι. Μόνο που εγώ δεν ήθελα να σωθώ… όχι πριν ολοκληρώσω την εικόνα μου. Όχι πριν τελειώσω το παζλ του μυαλού μου. Τώρα πρέπει να το παλέψω στο ξύπνιο μου. Με τη λογική μου. Και με τη συνήθη αργή ροή των σκέψεών μου…

Μήπως να το ρίξω στα ναρκωτικά;;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007

Παρέα με τους λύκους




















Πανσέληνος λοιπόν σήμερα.
Wolf Moon διάβασα το λένε το πρώτο φεγγάρι του χρόνου.

Ίσως αυτό να είναι το τσακαλοφέγγαρο, που μου είχε ψιθυρίσει μία φωνή κάποτε στα όνειρά μου.
Το τσακαλοφέγγαρο, που βγαίνει την πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας, λίγο πριν χαράξει και
που το βλέπουν μονάχα οι τρελοί και τα τσακάλια... και ουρλιάζουν.

Ήταν τότε μία φωνή χωρίς πρόσωπο. Μία φωνή, που υπήρχε εντός μου και ίσως -ίσως λέω-
να ήταν μια φωνή από τα χρόνια μου σαν έμελλαν να πλησιάζουν τα σαράντα.

Μια φωνή από το λυκόφως της ζωής μου.
Όταν θα είχε πια νυχτώσει η παλιά μου ημέρα και μες στη νύχτα θα χάζευα το φεγγάρι των
νεανικών ονείρων μου, να χάνεται μέσα στη θάλασσα.

Όταν θα περίμενα, λίγο ζαλισμένη απ’ το ποτό και νυσταγμένη πια, να χαράξει η καινούρια
ημέρα. Η δεύτερη. Ή ίσως η τρίτη... δεν θυμάμαι πια... δεν είμαι σίγουρη πια...

Θα είναι άραγε μια χειμωνιάτικη ηλιόλουστη μέρα; Σαν και τη σημερινή;
Ποιος ξέρει; Ποιος νοιάζεται;
Θα είναι σίγουρα μια άλλη ημέρα... Κι εγώ μια άλλη γυναίκα...

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

Μια ανάποδη αγκινάρα...

Ένας blogger, που γνώρισα πρόσφατα, σύγκρινε τον άνθρωπο με παστίτσιο, με κρεμμύδι, με άτομο-σωματίδιο της φυσικής.

Εμένα μ’ αρέσει η αγκινάρα. Τρώω τα φύλλα της σιγά-σιγά σαν πασατέμπο κι όταν επιτέλους φτάσω στην καρδιά της, την απολαμβάνω σχεδόν με ευλάβεια.

Ο χωρόχρονος όμως στο Internet αλλάζει διαστάσεις, συρρικνώνεται, απλώνεται, διασκορπάται... Όλα γίνονται κάπως αλλιώς.

Κάπου στο Θερινό Ηλιοστάσιο ήρθε μέσα απ’ το PC μου το καλοκαίρι με την μορφή μιας περίεργης αγκινάρας. Είχε την καρδιά απ’ έξω και τα φύλλα από μέσα. Όλη της η ουσία ήταν εξίσου απλωμένη και στα φύλλα. Στα φύλλα που αργά-αργά της πρόσθεσε ο χρόνος, οι εμπειρίες, η ζωή.

Με την πρώτη ματιά είδα την καρδιά. Τώρα εξερευνώ ένα-ένα τα φύλλα της, το κάθε ένα έχει άλλη γεύση. Και η καρδιά μόνο τα δένει σ’ ένα σύνολο. Απ’ έξω προς τα μέσα.

Αυτή είναι η εμπειρία μου από το Internet. Μια ανάποδη αγκινάρα...


Υ.Γ. Αυτή είναι η ιστορία μου για το πάρτι του doncat. Την έκανα και post. Δεν ήθελα να γράψω σήμερα τίποτα άλλο...