Header Painting by Agapi Hatzi

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

Εφιάλτης

Είδα σήμερα όνειρο πως ήμουν σε κάποια πόλη γεμάτη άγρια ζώα,
τίγρεις, λύκους κι αγριόσκυλα, κανα-δυο ανθρωπόμορφα, ακόμα και μοχθηρές μαύρες μαϊμούδες
που κυνηγούσαν τον κόσμο στους δρόμους ολόγυρα και μέσα στα σπίτια τους, παντού.
Αυτοί έτρεχαν πανικόβλητοι, πολλούς τους έπιαναν τα θηρία και τους ξέσκιζαν,
κανείς δεν στεκόταν να τους βοηθήσει, όλοι έτρεχαν…

Πάνω απ’ όλα όμως φοβόντουσαν μία τεράστια καφετιά αρκούδα,
που όπως η ίδια νυχθημερόν κυκλοφορούσε ανάμεσα στα κτίρια,
έτσι ακριβώς κυκλοφορούσε και η φήμη ανάμεσα στους πολίτες
πως αυτήν ειδικά την έθρεφε και την αμόλαγε κατά πάνω τους η κυβέρνηση…
να τους κρατά όμηρους για κάποιον αδιόρατο λόγο μες στον αδιάκοπο φόβο,
μια κυριολεκτικά κτηνώδης τρομοκρατία του πλήθους.

Τα σπίτια ήταν όλα ερειπωμένα και διαλυμένα, καθένας κρυβόταν όπου έβρισκε,
έψαχνα κι εγώ μες σε διαδρόμους δαιδαλώδεις,
σε κτίσματα τεράστια σαν και αυτά της σοβιετικής ψυχροπολεμικής περιόδου,
βρήκα ένα με μεντεσέ και μάνταλο, μπήκα και κλειδώθηκα…
Μέσα απ’ τα πολύ μικρά ανοίγματα που είχε αφήσει ο ιδιοκτήτης
στα κατασκεπασμένα πορτοπαράθυρα με ρούχα, πανιά, πετσέτες
και ό,τι υπήρχε ολόγυρα για κάθε ανθρώπινη χρήση της αλλοτινής του καθημερινότητας,
έβλεπα λοιπόν μέσα απ’ τα ελάχιστα αυτά ανοίγματα στον πίσω κήπο τα θηρία να τρώνε ανθρώπους
κι αναρωτήθηκα με τρόμο πόσο άραγε θα έπρεπε να παραμείνω εκεί,
σ’ αυτήν την κατάσταση, δίχως νερό και φαγητό, μες στο σκοτάδι και μόνη… μόνη…

Όμως σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται, χτυπούσαν την πόρτα κι άλλοι που έψαχναν καταφύγιο,
ήρθε κι ο ιδιοκτήτης, συσκεπτόμασταν,
καμιά φορά χορεύαμε κιόλας στους ήχους κάποιας παλιάς σιντιέρας
και βγαίναμε σε βάρδιες παγανιά στους επικίνδυνους δρόμους
να βρούμε τρόφιμα πεταμένα, ή κάτι πάνω στους νεκρούς…
Τα θηρία τα ακούγαμε απ’ έξω,
ένας αφελής και ίσως υπερβολικά για τους καιρούς καλοσυνάτος
άνοιξε μία πόρτα, νόμιζε πως ήταν κάποιος δικός μας ή κάποιος που χρειαζόταν βοήθεια,
εγώ πρόλαβα και έκλεισα μία ενδιάμεση πόρτα, κρύφτηκα πίσω απ’ αυτήν
κι έμεινα να αφουγκράζομαι του κτήνους το ρουθούνισμα και σάρκες να ξεσκίζονται με βουλιμία…

Κάπου εκεί ξύπνησα κι είμαι μ’ αυτό το συναίσθημα…
του πέρα ως πέρα ευάλωτου…
της απόλυτης έκθεσης σε άλλων βουλές και κτηνώδεις ορέξεις.



Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013

Το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο



Το happy end χαρίζει την ελπίδα, αυτήν την διάχυτη αισιοδοξία που αναζητά διαρκώς ο άνθρωπος,
γιατί δεν θέλει να ξέρει πως το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο... 

















Τα παραμύθια τελειώνουν εκεί που όλα είναι καλά: τα παραμύθια είναι για να κοιμούνται τα παιδιά.
Τα παιδιά όμως κοιμούνται συνήθως πριν καν τελειώσει το παραμύθι. 
Τα παιδιά είναι άνθρωποι και έχουν από τη γέννησή τους τα κουσούρια των ανθρώπων: 
λατρεύουν να ακούνε και να ξανακούνε το ίδιο παραμύθι, γιατί νιώθουν ασφάλεια, 
γνωρίζουν το τέλος κι έτσι μπορούν να αφεθούν στην κάθε του λεπτομέρεια και
ν' αποκοιμηθούν στην κάθε του υπέροχη στιγμή.

Το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο.
Τα παραμύθια κι οι ρομαντικές κομεντί τελειώνουν στο γάμο. Αν συνέχιζαν θα γίνονταν «κοινωνικές» 
και θα τελείωναν στο διαζύγιο, την επανασύνδεση ή κάποια άλλη διευθέτηση των προβλημάτων. 
Αν αυτή η διευθέτηση περιλάμβανε τον θάνατο –πόσο μάλλον το φόνο- θα γίνονταν δραματικές. 
Αν συνέχιζαν και πέρα απ’ αυτόν θα βλέπαμε θρίλερ, ζόμπι ή βρικόλακες… 
Αν όλα αυτά γίνονταν παίζοντας οι ήρωες ξύλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας
θα είχαμε μιας πρώτης τάξεως περιπέτεια. Αλλά σα να ξεφύγαμε απ' το θέμα…

Το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο. 
Μια ιστορία πάντα κάπου τελειώνει και δεν είναι αυτό η ουσία της,
είναι η ίδια η ιστορία, το αφηγηματικό της ξετύλιγμα… 
Ίσως αυτό προσπαθούν να μας πουν τόσα χρόνια οι Γάλλοι 
με τις ταινίες τους που αρχίζουν και τελειώνουν χωρίς να αλλάζει τίποτα: 
πως μια ιστορία είναι ωραία μόνο και μόνο επειδή κάποιος την λέει ωραία. 

Όπως ένα ανέκδοτο, γελάς μ’ αυτόν που το λέει, γιατί ξέρει να λέει ανέκδοτα, 
γελάς καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια, το τέλος συχνά είναι μια μπούρδα 
κι ένα εξαιρετικό ανέκδοτο μπορεί κάποιος κακός αφηγητής να το δολοφονήσει
μπροστά στα μάτια ολόκληρης ομήγυρης, έτσι ανενδοίαστα…

Κάπου διάβασα τελευταίως πως οι όμορφες ιστορίες τυχαίνουν σ’ αυτούς που ξέρουν να τις πουν: 
έτσι είναι· γιατί αυτοί που ξέρουν να τις πουν, είναι αυτοί που ξέρουν να τις δουν, 
να τις απολαύσουν, να φανταστούν τις 1000 εκδοχές τους, να τις εμπλουτίσουν, να τις στολίσουν 
και να σ’τις σερβίρουν φρέσκες και λαχταριστές κι ας έγιναν πριν 1000 χρόνια… 
ή ίσως κι αν δεν έγιναν ποτέ… Υπάρχει λέτε διαφορά;

Το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο. 
Κι ένας καλός παραμυθάς μπορεί να πει την ιστορία της ανθρωπότητας,
μιας εποχής, ενός ανθρώπου, μιας ημέρας, μιας νύχτας,
ενός βλέμματος, μιας σκέψης τόσο περαστικής που ήδη ξεχάστηκε, 
μίας θαμπής αναλαμπής που ανθρώπινο μάτι δεν έπιασε… 

Κι όλες αυτές οι ιστορίες είναι το ίδιο μεστές, το ίδιο ολοκληρωμένες όπως κάθε τι σ’ αυτόν τον κόσμο. 
Γιατί το κάθε τι εμπεριέχεται παντού και από το κάθε τι μπορείς να αφηγηθείς τα πάντα.

Το (happy) end είναι μόνο μία στιγμή στο χρόνο.
Και ‘ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…



Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2013

Χρόνια πολλά





Είναι σημαντικό τα χρόνια που ζούμε να είναι πολλά
και βέβαια ο λαός διαισθητικά ή εμπειρικά το ξέρει:

να έχεις ευκαιρίες μπόλικες 
να ζήσεις, 
να δεις, ν' αγγίξεις, να αισθανθείς,
να ερωτευθείς,
να σκεφτείς, να διδαχθείς, να ασκηθείς,
να πράξεις, να σπείρεις, να θερίσεις, 
να κάνεις το δικό σου
να καταλάβεις, να αναθεωρήσεις, να εξελιχθείς,
να αγαπήσεις, να γεμίσεις,
να εξοικειωθείς, ν' αποδεχθείς,
να μαλακώσεις, να γαληνέψεις,
να ετοιμαστείς…

Θέλουμε χρόνο εμείς οι άνθρωποι…
αυτόν τον δικό μας, τον υποκειμενικό μας χρόνο τον θέλουμε,
τον έχουμε ανάγκη, να ‘ναι πολύς.


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

Υποσχέθηκα...



Το άγγιγμα του αγγέλου με ανατριχιάζει·
το άγγιγμα του αγγέλου είν’ εξωπραγματικό…

-----

Είχαν παλιά οι δικοί μου μια εικόνα πάνω από το κρεβάτι τους,
την είχε κεντήσει η γιαγιά μου 
κι έδειχνε προφανώς τον Γαβριήλ, εγώ όμως θυμάμαι δύο αγγέλους, 
που έφερναν μήνυμα, λέει, χαρμόσυνο στην Μαρία.
Κι αυτή θύμιζε εκεί μέσα στη μέση απ’ τους αγγέλους 
την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι 
κι οι άγγελοι δεν ήταν άφυλοι, ήταν αρσενικοί και όμορφοι, 
έσκυβαν ελαφρώς προς τη μεριά της μειδιώντας, την δελέαζαν με άνθη… 
κι είχαν φτερά στην πλάτη.

Εκεί από πίσω είχα εναποθέσει μια αλυσιδίτσα που φόραγα μικρή, 
τάμα για τον χιλιοτραυματισμένο μου ξάδελφο, 
τότε που ακόμα πίστευα σε τέτοια, 
κι η αλυσιδίτσα χάθηκε με τα χρόνια, κάποιος την πήρε 
-πολλοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι κι όχι όλοι καλοπροαίρετοι- 
κι ο ξάδελφος μου πέθανε. Τον πήραν κι αυτόν, δεν ξέρω ποιος… 
ο Μιχαήλ είναι ο θεριστής, έτσι λένε.

-----

Ο άγγελος είναι στα όρια, 
είναι εκεί που αρχίζει η ζωή, η ύλη, είναι εκεί που τελειώνει, 
στέκεται πάντα παράμερα, αθέατος, 
σκοτεινός και σαγηνευτικός όπως η άβυσσος, 
και πάντα κινδυνεύεις να τον ερωτευθείς, 
να σε τραβήξει η απόκοσμη, η άοσμη, η παγωμένη ανάσα του,
και να δοθείς… να δοθείς σ’ ένα φάσμα… 
να χαθείς μέσα στο άυλο· μέσα σε μια ιδέα.


Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2013

Κουτσομπολιό



Ναι, είπα θα γράφω κάθε μέρα ένα ποστάκι κι έτσι θα κάνω,
αφού κι ο κύριος Πικάσσο είπε πως υπάρχει η έμπνευση,
μα πρέπει να σε πετύχει την ώρα που εργάζεσαι.

Εργασία δεν το λες κιόλας το να γράφεις και να συγγράφεις,
ίσως σε άλλους φαίνεται έτσι, ίσως σ’ εκείνους που βγάζουν χρήματα απ’ αυτό.
Το έχω ακούσει πάντως από στόματα διάφορων σύγχρονων
-υπερσύγχρονων, επαναφορτιζόμενων και με λογισμικό της Apple-
Ελλήνων συγγραφέων, πως τους αρέσει να «εργάζονται» πρωί,
οπότε έτσι θα ‘ναι, ποια είμαι εγώ να τους αμφισβητήσω;

(Στο κάτω-κάτω βγάζουν όπως προείπαμε χρήματα απ’ αυτό… ενίοτε πολλά.
Εφόσον λοιπόν οι όποιες σκέψεις τους -μαζί κι η αποτύπωση- απέκτησαν αξία αγοραστική,
το γράψιμο έγινε εργασία κι αυτοί περήφανοι επαγγελματίες συγγραφείς)

Βλέπω πολλούς από αυτούς τους συγγραφείς λοιπόν γύρω μου
να είναι άκρως διαβασμένοι και να παλεύουν να το επιδείξουν με κάθε τους λέξη.
Όσο πιο λίγοι καταλάβουν, τόσο καλύτερα:
είναι αυτό το σύνδρομο που εμείς οι παλιότεροι λέγαμε «Βέλτσος».
Όπου δεν έχεις άγνωστες λέξεις, έχεις άγνωστες προτάσεις,
που έλεγε κι ο -ποιος το ‘λεγε; Ξέχασα-, κάποιος κωμικο-τραγικός μας.

Βλέπω και πάρα πολλούς άλλους να είναι παντελώς και ολοφάνερα αδιάβαστοι
και στ’ αλήθεια να φαντάζονται ως αυθεντικές τις απόλυτες κοινοτοπίες που αραδιάζουν στο χαρτί.
Αφού δεν γνωρίζουν οι ίδιοι, πόσο τετριμμένα είναι τα λεγόμενά τους,
νιώθουν σχεδόν θεοί που έκαναν τέτοιες σκέψεις μεγαλοφυείς,
που ένιωσαν συναισθήματα τόσο βαθιά, μοναδικά, ναι!, συγκλονιστικά! Ναι! Ναι! Ναι!

Άσε που σε κάθε τους έρωτα βρίσκουν και το έτερον ήμισυ.
Σε έναν κόσμο μικροσκοπικό θα θύμιζαν μόριο·
σε έναν σουρρεαλιστικό, τεράστιο παγωτό με πολύχρωμες κολλημένες μπάλες.
Και λίγο λιωμένες, να στάζουν…

Υπάρχουν και μερικοί καλοί, συνδυάζουν βουνό και θάλασσα:
τους ξεχωρίζεις από την διακριτικότητα του λόγου, μια διάχυτη ευγένεια, ένα ήθος θα έλεγε κανείς,
και ταυτοχρόνως σαφήνεια, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο.
Σίγουρα πάντως δεν γράφουν κεφαλαία και δεν πλακώνονται στα φανάρια κάθε ιστοσελίδας…

Αυτά για σήμερα· έχω και να δουλέψω.-


 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013

Αέναα

Λέρωσα τις πατούσες μου μέσα στις λάσπες των καιρών,
που ο πληθυντικός χάριν του λόγου μόνο υπάρχει,
γιατί ο καιρός -ο χρόνος σα να λέμε,
μιας κι οι συνθήκες εναλλάσσονται-
είν’ ενικός, υποκειμενικός
και περατός όσο του σύμπαντος οι άκρες
-κομμένος και ραμμένος νοητά
στα μέτρα των ανθρώπων,
κι ας είναι από τον ήλιο φαεινότερο
πως η αργία -κι η βαυκαλιστική ανία- 
μας φέρνουνε ξανά σ' εκείνην την ξέχειλη
πρώτη κατάσταση του μηδενός,
ενώ η διάνοια με κάθε ιδέα της αναγεννά τον χρόνο,
και κάθε πράξη προς το άπειρο τον σπρώχνει.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

Κυκλικότητα



Το όνειρο κάθε αστού είναι μια βίλα σε βουνοπλαγιά
-ει δυνατόν πευκόφυτη- και θέα στο απέραντο γαλάζιο.

Όμως…

Πολλές απ' τις κρυμμένες ομορφιές μιας πόλης είναι δίπλα στα ρέματα, 
ανάμεσα σε λάσπες, καλαμιές πυκνές με πλούσια έμβια ζωή κι ελάχιστα νερά... 
θολά και βαλτωμένα… 
που όμως κάποτε με τις βροχές φουσκώνουν, ρέουν, μοιάζουν ποτάμια 
και τρέχουν προς τη θάλασσα να ενωθούν, να αποθεωθούν κι αυτά μαζί της.

"Ή ίσως και να τη μολύνουν", παραπονιούνται της τύχης οι ευνοημένοι
και αποκόπτουν τα ρέματα, και τα χιλιομπαζώνουν.
Μέχρι να σπάσουν κάποτε απ’ την τρομακτική ορμή,
από τη θέληση της ίδιας της Φύσης να γίνουν κι αυτά τα ρέματα
θάλασσα· θάλασσα αήττητη.-