Header Painting by Agapi Hatzi

Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010

Frank

Σού ‘χα πει για ‘κείνον τον ιδιαίτερο φιλαράκο που είχα μικρή; Που πηδιόμασταν και μετά το παίζαμε άσχετοι;
Το παίζαμε ή το έπαιζα μόνον εγώ; Δεν είμαι σίγουρη…

Μια νύχτα μου έκανε τρελή σκηνή μέσα στο μπαρ γιατί δεν του είχα πει ούτε μια καλησπέρα:
«Γι’ αυτό δεν έχει ακουστεί ποτέ τίποτα για σένα. Γαμιέσαι και μετά Κινέζα… Παλιοπουτάνα!»
Είχα μείνει κάγκελο· ανέκαθεν πίστευα πως οι άντρες γουστάρουν να γαμάνε και μετά ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Του πρόσφερα το ιδανικό, το τέλειο πιάτο… κι αυτός μου το πέταγε θιγμένος στα μούτρα.

Δεν πάψαμε βέβαια να συναντιόμαστε τα βράδια. Κι ήταν καλά… πολύ καλά.
Εκείνο το απελευθερωμένα καλά, το ερωτικό, που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια γι’ αγάπες και λουλούδια.
Κοιμόμουν σπίτι του, ξύπναγα και περπάταγα μέχρι το σχολείο… να μάθω κι άλλα…

Ένα μεσημέρι μπήκα στον πειρασμό ν’ ανοίξω τα γράμματά του. Ποτέ δεν φημίστηκα για τη διακριτικότητά μου.
Το είπα… σιγά μην δεν τό ‘λεγα. Θύμωσε… σιγά μη θύμωσε. Τον τιμούσε η αγάπη μιας άλλης.

Και κάπως έτσι περπάτησε αυτή η ιστορία… και πήγε άπατη. Με βαρβιτουρικά μες σε ρηχή μπανιέρα.

Μετά από χρόνια τον ξαναείδα στα πατσατζίδικα της Αθηνάς. Ήτανε λιώμα… κι εγώ κάπως έτσι.
Φύγαμε αγκαλιά για κάποιο άδειο σπίτι που μού ‘χε τότε λάχει να κοιμάμαι. Δεν τον άφησα να με πηδήξει.
Όχι βέβαια από σεμνοτυφία, δεν τον ήθελα πια. Όλη τη νύχτα τριβόταν πάνω μου και ψιθύριζε τ’ όνομά μου.
Τελείωσε μονάχος του πάνω στα μπούτια μου.

Το πρωί τον φυγάδευσα προς την ταράτσα αγουροξυπνημένο, γιατί χτύπησε το κουδούνι η φίλη μου…
η φίλη που όψιμα μου είχε εκμυστηρευθεί πόσο τον ήθελε κι εγώ δεν είχα καρδιά, ούτε μυαλό, ούτε όρεξη να της πω την αλήθεια…
Έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι περαστικό και περασμένο.

Τον συνάντησε κάποτε στη Γερμανία και της είπε πως δεν θέλει να με ξέρει… Δεν την πίστεψα.
«Της ρίχνει στάχτη στα μάτια», σκέφτηκα.

Πάρα πολλά χρόνια αργότερα έτυχε να του ξαναμιλήσω: είπε πως δεν θυμάται να μ’ έχει γνωρίσει στη ζωή του.
Ξαφνιάστηκα. Γλιστρούσα από το πιθανό αλτσχάιμερ στην κρατημένη κακία…
Ακόμα δεν ξέρω… ούτε θα μάθω μάλλον ποτέ.

Αυτό που σίγουρα όμως έχω μάθει με τα χρόνια είναι
πως τα πράγματα έχουν πολύ διαφορετικό αντίκτυπο σε όσους τάχα από κοινού τα ζούνε.


Τρίτη, Αυγούστου 24, 2010

Επαναπροσδιορισμός

Τ’ άστρα πεθαίνουν μαζί με τις ευχές σου.
Γιατί προσεύχεσαι στα παρελθόντα.

Επίλεξε, συντονίσου, έμμεινε
στην τροχιά των υπαρκτών και των ζώντων.
Ορατών τε πάντων κι αοράτων...

Η πραγματικότης πάντα βρίσκει τρόπο
να ανταμοίβει τη σκιά της.


Κυριακή, Αυγούστου 15, 2010

Παιδική ζωή...

Ο μπαμπάς της ήταν πάντα απών.
Ψάρευε στις θάλασσες τεράστια σαλάχια και σκυλόψαρα, στις ζούγκλες κυνηγούσε άγρια ζώα.
Δεν τα εμπορευόταν, δεν τα έτρωγε, ήθελε μοναχά ως τρόπαιο το κεφάλι τους, τα κέρατα ή τη ραχοκοκκαλιά τους.
Όταν κάποια στιγμή είχε επιστρέψει για ελάχιστο χρονικό διάστημα στο σπίτι
-σ’ αυτό που επέμενε να αποκαλεί σπίτι κι ας μην ήταν σχεδόν ποτέ εκεί-,
είχε φέρει μαζί του από την Αφρική ένα νεογέννητο λιοντάρι.
«Δεν θα επιζούσε μέσα στη ζούγκλα»
,
της εξήγησε καπνίζοντας με εκείνο το ανεξιχνίαστο ύφος του μία τεράστια πίπα,
«είναι ασθενικό κι αδύναμο... Βλέπεις με μιας στα μάτια του την ανημποριά.»

Το απίθωσε με μια σπάνια για τον ίδιο κίνηση τρυφερότητας στην αγκαλιά της
κι εκείνο έκανε μιαν αυτόματη κίνηση προς το ακόμα ελάχιστο στήθος της να βυζάξει.

Ήταν πράγματι τόσο μικρό, τόσο απαλό και τόσο αξιαγάπητο
-ήτανε πάνω από όλα δώρο ολοζώντανο από Εκείνον.

Δεν βρήκε γάλα να πιει στον κόρφο της, μα ρούφηξε από το πρώτο δευτερόλεπτο την καρδιά της.
Το νανούριζε στο κρεβάτι της, του πρότεινε την κουβέρτα της να παίξουν,
γέμιζε μια σαλατιέρα από κείνες τις τεράστιες για τους καλεσμένους με γάλα κατσικίσιο,
που αγόραζε η μαμά της με τις νταμιτζάνες από έναν βοσκό κάπου κοντά στο εξοχικό τους.
Η μαμά της το φοβότανε λιγάκι, αλλά δεν της έκανε καρδιά να της στερήσει το υποκατάστατο της πατρικής αγάπης.

Όταν μεγάλωσε το λιονταράκι κι έγινε πια λιοντάρι, η μάνα αποφάσισε το αδιανόητο:
πήγε μαζί με το κορίτσι στο βοσκό και διάλεξε μία κατσίκα που έσφαξαν μπρος στα μάτια τους.
Γυρνώντας στον κήπο του σπιτιού τους την άπλωσε μπρος στο λιοντάρι, καλώντας το όπως πάντα για φαί.
Εκείνο μύρισε στην αρχή επιφυλακτικά το φρέσκο ακόμα αίμα, και το κρέας, μα γρήγορα άρχισε να το κατασπαράζει·
χάθηκε απ’ τα μάτια η ανημποριά και άστραψε η άγρια φύση.
Αλλά... η ηδονή δεν έχει τέλος, ούτε χορταίνει εύκολα.
Με έναν αστραπιαίο ελιγμό στράφηκε προς τη μάνα και έχωσε τα κάτασπρα δόντια του στα σπλάχνα της.

Το κορίτσι -στην εφηβεία πια- παρακολούθησε βουβό τη θυσία,
πέρασε με ψυχραιμία ένα σκυλίσιο λουρί γύρω από το λαιμό του λιονταριού,
του ψιθύρισε στ’ αυτί «Πάμε τώρα μια βόλτα», με βήματα μηχανικά το πήγε μέχρι τον ζωολογικό κήπο
και ζήτησε από τους ανθρώπους εκεί να το κρατήσουν σε ένα κλουβί: «Μονάχο του όμως... είναι άγριο πολύ».

Με τη βοήθεια των συγγενών κήδεψε τη μητέρα, έγραψε στον πατέρα τα καθέκαστα, τον αποχαιρέτησε
κι από τότε μέχρι σήμερα ζει μια απολύτως φυσιολογική ζωή στην άκρη της πόλης...


Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2010

Νάουσα


Στο λιμανάκι το νόστιμο.
Κάηκα άσχημα στο μεταλλικό κουτί του κεριού,
μάγκωσα το δάχτυλο στην πόρτα της τουαλέτας.
Πέρσι ίδια εποχή μια άλλη πόρτα τουαλέτας μού ΄χε φάει το πόδι.
Πιο επικίνδυνο είναι για μένα να πηγαίνω τουαλέτα
παρά η ελεύθερη πτώση από τα 10.000 πόδια.
Πήγα στο barman μες στα αίματα,
παραπονέθηκα κοσμίως πως μάλλον θα φύγω σακατεμένη από ‘κεί μέσα,
με περιποιήθηκε δεόντως, υπερδεόντως...
Βγήκα μπαταρισμένη εκατέρωθεν.
Η παρέα με παρακολουθούσε με ενδιαφέρον κάθε φορά που σηκωνόμουν
να δουν πότε θα πέσω στη θάλασσα,
να τριτώσει το κακό, να πέσει το γέλιο της αρκούδας.
Δεν πόναγα... Δεν πονάω... Ίσως το οινόπνευμα... ίσως το πνεύμα...
Η ζωή μού φαίνεται όλο και πιο αστεία.
Η φίλη μου παραπονιέται
πως η συμβουλή μου να αυτοκτονήσει με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι
δεν της φαίνεται αρκούντως αξιοπρεπής.
Μα εγώ αδυνατώ να πιστέψω οποιαδήποτε απειλή εναντίον της ζωής.
Γιατί όποιος έχει χιούμορ,
ποτέ δεν την κόβει πριν ακούσει το τέλος του τέλειου ανεκδότου.



Παρασκευή, Αυγούστου 06, 2010

100, 100, 'κατοστάρα, 100!

100.000 Visitors
Since June 6, 2006

Πέμπτη, Αυγούστου 05, 2010

Σχεδόν ανέμελη




Οι στροφές είναι συνήθως ήπιες…
η οδοσήμανση τρομακτικότερη.
Μόνον στα απότομα κατεβάσματα
σε συνοδεύει ένα αναπόφευκο μουγκρητό.
Κάθε όγκο τον κουμαντάρεις·
είναι οφθαλμοφανώς
τα πάντα μια συνήθεια.
Δεν υπάρχει τίποτα να σε σκιάζει…
ούτε καν οροφή.
Just follow the rhythm.