Header Painting by Agapi Hatzi

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Μια αγαπούλα












Κρατώ το σχεδόν νεογέννητο γατάκι μου στην αγκαλιά και γράφω.
Μου βγάζουν τόση τρυφερότητα τα μικρά.
Αυτό είναι το προικιό τους από τη φύση:
να είναι γλυκούλικα, μιας κι ακόμα τόσο αδύναμα, για να μην τα πειράζουν.
Μπας και καταφέρουν μέσα σε όλες τις αντιξοότητες
να τη γλιτώσουν τουλάχιστον από τα υπόλοιπα ζωντανά.

(Μεγαλώνοντας χάνεις το ατού.
Το σωστό και το δίκαιο είναι να φαίνεται τι έχεις απογίνει μέσα απ’ τα χρόνια.
Οι άνθρωποι -γεννημένοι ψεύτες- βρήκαν τρόπο και γι’ αυτό.
Κι έτσι βλέπεις απέναντί σου μια Λολίτα
κι από μέσα κρύβεται το τέρας του Λοχ Νες με όλην την χιλιόχρονη εμπειρία του)

Το γατάκι μου με κοιτά στα μάτια. Είναι ανεξιχνίαστο το βλέμμα του.
Το μόνο που καταλαβαίνω είναι πως γουστάρει. Παρόλο που είναι ψιλοστριμωγμένο.
Αλλιώς θα προσπαθούσε να φύγει. Θα το άφηνα να φύγει…

Αυτό μονάχα πρέπει να μας κρατά μαζί -εμάς τα όντα: να γουστάρουμε.

Είναι και η αγάπη; Μα αυτό είναι αγάπη·
να γουστάρεις να κάθεσαι με τον άλλον, ακόμα κι αν δεν πολυβολεύεσαι.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 26, 2009

Στραβοξύπνημα

Τραυματίστηκα στον ύπνο μου.
Και μόλις ξύπνησα,
στραγγάλισα το παρελθόν μου.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2009

Κάτι παίζεται μεταξύ μας

Οι θεοί είναι ανάμεσά μας.
Είναι οι αόρατες κλωστές που μας ενώνουν.

Σκέφτηκα τις προάλλες έναν αρχαίο φίλο και την επόμενη έγινε ξανά «φίλος» στο φέισμπουκ.
Πόσες φορές μου έχει συμβεί αυτό;
Ο ορθολογιστής υποστηρίζει με βδελυγμία,
πως το κακό των ανθρώπων είναι που ψάχνουν πάντα να βρουν κάτι πίσω από το συμπτωματικό.
Όχι, δεν πρόκειται περί τούτου…
αν θέλετε, πρόκειται περί προσωπικής στατιστικής ανάλυσης:
αποκλείεται τόσο μεγάλο δείγμα να είναι τυχαίο.

Οι άνθρωποι είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Ό,τι ξεχειλίζει από το έναν ρουφιέται από τον άλλον και τούμπαλιν.
Και η σκέψη μεταδίδεται με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός.

Είμαστε δεμένοι, μωρά μου· έτσι δεν ονομάζει κάθε επίδοξος εραστής τον απέναντι,
να μη μπερδεύει και τα ονόματα;
Δεν ξέρω καν τα ονόματά σας, άνθρωποι της οικουμένης, αλλά ξέρω τούτο:
είμαστε δεμένοι.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2009

Τυχερά παιχνίδια

Έπαιξα λίγο ένα παιχνίδι με ζάρια. Είναι βασικά παιχνίδι τύχης με κάποια ψήγματα «μεθόδου».
Κερδίζουν κάποιοι συνδυασμοί, ενώ κάποιοι άλλοι σου αφαιρούν και τα κερδισμένα, εάν συνεχίσεις να παίζεις τη γύρα.
Με το που έπαιξα, μάζεψα περισσότερους πόντους από ανθρώπους που παίζουν καιρό. Απόρησα.
«Η τύχη του πρωτάρη»
, σκέφτηκα. Συνέχισα να παίζω λίγο.
Και άρχισα να έχω το συναίσθημα πως το παιχνίδι με «τιμωρεί» για κάθε μου ρίσκο
και για κάθε εύνοια της τύχης στην προηγούμενη ζαριά.
Το συναίσθημα της ενδεχόμενης «τιμωρίας» με έκανε να παίζω πιο συμβατικά
με αποτέλεσμα να μη μπορώ να μαζέψω πια πολλούς πόντους.
Έτσι κατάλαβα, γιατί δεν τα πηγαίνουν τόσο καλά και οι άλλοι: φοβούνται.
Παίζουν συγκρατημένα, να μαζέψουν ό,τι μπορούν χωρίς να χάσουν πόντους λόγω ρίσκου.

Το παρανοϊκό μου μυαλό άρχισε να σκέπτεται θεωρίες συνωμοσίας:
είναι πράγματι «ό,τι κάτσει», όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα -αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες περί τυχαιότητας ή μη των πραγμάτων, αλλά δεν είναι της παρούσης-,
ή το πρόγραμμα του παιχνιδιού ενέχει την έννοια της «τιμωρίας»;
Γιατί αν είναι φτιαγμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκτός του γεγονότος πως δεν πρόκειται για ζάρια -ήτοι καθαρή τύχη-, θα μπορούσε να αποτελεί και μία πολύ ύπουλη προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου:
«Μην ριψοκινδυνεύεις. Αρκέσου στα λίγα. Κάτσε στ’ αυγά σου. Παίζε αλλά χωρίς μεγάλες προσδοκίες.
Αν προκαλέσεις την τύχη σου, ο θεός του παιχνιδιού θα σε τιμωρήσει παίρνοντάς σου πίσω κι αυτά που είχες»
.


(Δεν είναι πως τα πιστεύω όλα αυτά, είναι που κάθε παιχνίδι είναι για μένα μια μεταφορά.
Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που μου αρέσει να παίζω.
Κάποτε είχα ονειρευτεί και το ύστατο παιχνίδι -την απόλυτη μεταφορά της ύπαρξης, της ζωής και του θανάτου-, όμως δυστυχώς… το ξέχασα σαν άνοιξα τα μάτια.
Είχε απομείνει μονάχα η αίσθηση της αποκάλυψης.
Πράγμα που μου είχε συμβεί άλλη μια φορά μες στην ομίχλη της Σαντορίνης και όντας όχι ακριβώς νηφάλια.
Πάλι το είχα ξεχάσει τότε. Πού θα μου πάει όμως;
Παίξε-παίξε, ονειρέψου-ονειρέψου, χάσου στο χάσιμο, ίσως κάποτε βρεθώ στην αλήθεια.)

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2009

Ένας χαρακτήρας

Γύρισε σε ένα άδειο σπίτι και έβαλε να πιει ένα ουίσκι με πάγο. Ένοιωθε μόνος.
Σχεδόν εγκαταλελειμμένος.
Δεν τον είχε αφήσει κανείς, όχι…
Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε: εκείνος άφηνε έναν-έναν τους ανθρώπους πίσω του.
Αυτό όμως δεν μείωνε τη μοναξιά που ένοιωθε.
Αναρωτήθηκε πώς διάολο είχε αποκτήσει αυτήν την τάση να απομονώνεται…
δεν ήταν έτσι από τη φύση του.
Κάθε άλλο… μικρός ήταν ο αρχηγός κάθε παρέας
και ο ίδιος μάλιστα επιζητούσε να είναι το επίκεντρο της προσοχής.

Έξυσε αφηρημένος το φρύδι του και σκέφτηκε πως οι τρίχες μεγάλωναν μέρα με τη μέρα
και πως στο τέλος θα έμοιαζε σε όλους εκείνους τους γέρους πολιτικούς με τα τεράστια φρύδια.
Ναι, έκανε πολλές σκέψεις ταυτοχρόνως…
ακόμα και όταν θα περίμενε κανείς να βουλιάζει στην απελπισία ενός θανάτου
ή να πανηγυρίζει τη μαγική στιγμή που πήραμε το Euro
-η εν πάση περιπτώσει κάποια «ευτυχισμένη» προσωπική του στιγμή-
εκείνος συνέχιζε πάντα να πολιορκείται από 1000 παράλληλες σκέψεις.
Γιατί οι ναυαγοί δεν κόβουν το πόδι τους να το φάνε;
Πότε θα σταματήσει ο Έλληνας να είναι Ελληνάρας;
Και διάφορα τέτοια σε συνδυασμό πάντα με λόγια
που άκουσε, που του είπαν, που νόμιζε πως ήθελαν να του πουν…

Πάντα κάτι νόμιζε.
Πάντα έψαχνε να βρει τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις, τις κινήσεις, τις πράξεις…
Ναι… υπέφερε από μία παθολογική έλλειψη πίστης στο ανθρώπινο γένος και σε κάθε εκπρόσωπό του μεμονωμένα.
Ήθελε να πιστεύει· ευχόταν να μπορούσε να πιστεύει.
Κι αν όχι στον άνθρωπο, τουλάχιστον στο θεό ή στην επιστήμη ή στην αστρολογία ή…
Τίποτα ποτέ δε μπόρεσε να τον πείσει.

Τους ανθρώπους δεν τους θεωρούσε ακριβώς ψεύτες.
Ανίκανους να συνειδητοποιήσουν ακόμα κι οι ίδιοι τι έχουν στο μυαλό τους, τους θεωρούσε,
και κατά συνέπεια γιατί πράττουν ό,τι πράττουν και πάει λέγοντας.
Μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τον κουζουλό του χωριού; Δε μπορεί…
Να του κρατήσει κακία μπορεί; Ούτε αυτό το μπορεί… Δεν φέρει ευθύνη.
Κάπως έτσι έβλεπε τους ανθρώπους: δεν τους πίστευε, μα ούτε τους μισούσε.
Μπορεί και να τους αγαπούσε… με τον δικό του περίεργο, απόμακρο τρόπο.

Πάντως βαριόταν κιόλας όσο περνούσαν τα χρόνια…
με 5 ερωτήσεις ήξερε πάνω-κάτω τι θα του πει ο άλλος για τις επόμενες 5 ώρες.
Όχι επακριβώς, αλλά το ρεζουμέ· το νόημα των όσων θα προσπαθούσε -με μανία συνήθως- να του μεταδώσει.

«Συζήτηση ονομάζουν οι άνθρωποι την προσπάθεια να πείσουν ο ένας τον άλλον
για οτιδήποτε τους έχει καρφωθεί τη συγκεκριμένη στιγμή στο μυαλό…»


Του άρεσε να φτιάχνει θεωρίες.
Ήθελε να συμπτύξει όλες του τις σκέψεις σε ένα φύλλο χαρτιού αν γινόταν κι αυτή θα ήταν η παρακαταθήκη του.
Ήξερε βέβαια πως μόνον εκείνος θα μπορούσε να τις καταλάβει
και έτσι καμιά φορά έγραφε κανονικά κείμενα και τα δημοσίευε σε ένα μπλογκ που είχε φτιάξει.
Όχι ότι τον ενδιέφερε πραγματικά να τα διαβάσει κανείς,
ήταν απλώς για να κάνει κι αυτός κάτι… να συμμετέχει στον κόσμο κατά έναν τρόπο.

«Ας πάω λοιπόν να δω τι κάνει ο κόσμος σήμερα…»

Κοίταξε στραβά το ποτήρι με το ουίσκι που κρατούσε στο χέρι του,
ήπιε την τελευταία γουλιά και σηκώθηκε να πάει να βάλει άλλο ένα και να κάτσει στο PC του.
Ένοιωθε μοναξιά, ναι.
Αλλά ήξερε βαθιά μέσα του πως κι αυτός ένας άνθρωπος ήταν… ίδιος με τους ανθρώπους.
Και πως αν ήταν μόνος, ήταν γιατί κι οι άλλοι στραβά τον κοιτούσαν.
Όπως ακριβώς τους κοιτούσε ο ίδιος.
Όπως ακριβώς κοιτούσε και το ποτήρι του, το μοναδικό που του κράταγε πια συντροφιά…


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15, 2009

Μαλακία στο πάτερο

Τα καλύτερά μας χρόνια τα αναλώνουμε να γίνουμε ό,τι δεν είμαστε.
Μετά ψαχνόμαστε απελπισμένα να βρούμε τι είμαστε.
Στο τέλος αναπολούμε με πίκρα τι ήμασταν.
Κι ας μην ήμασταν ποτέ…

Όπως τα λες, Δαίμων

Και για όποιον δεν πάτησε τον τίτλο...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 11, 2009

Σαντορίνη (σημειώσεις)



Σαντορίνη
μου λέγανε πως δεν θα ξεκολλούσα… ξεκόλλησα… απ’ όλα ξεκολλάω
ο Σούλης… θεϊκή μορφή, Βούδας, μουσάτος
ο Δημήτρης… εκείνη στα 18 κι αυτός 45
ο Γιάννης με τα υπέροχα μπλε μάτια... ουρές έκαναν οι γκόμενες να τον φωτογραφίσουν
Καζαμπλάνκας… η μεγάλη μου αγάπη… πέθανε
Φιλίππου… με τη μαγική ατάκα «Δεν είμαι ο σκουπιδοτενεκές σου»
η Φανή… με τ' ακροβατικά και τις νεκρές επενδύσεις σε άντρες κι ιππικούς ομίλους
Δημήτρης… λευχαιμία
Ομελέτες και γερμανικά ψωμάκια
η κακομοίρα που προσπαθούσε να πνιγεί στην στέρνα
ο ξενοδόχος που γάμαγε παιδιά κι εγγόνια
μαύρες παραλίες και κρέπες με μαύρο
Jazz… πρωτίστως Jazz
σπίτια χωμένα στην καλντέρα
Υπόγεια, μαγικά υπόγεια…
ο βράχος-μαστούρα
και franco’s… bolshoi οι γλάροι
ευτυχισμένη νιότη

Κάποτε θα το αναπτύξω…


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Μόνη

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που τραύλιζε· όμως μπορούσε και προσποιούνταν!
Μπορούσε αν ήθελε να κοροϊδέψει τους πάντες ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα.
Μπορούσε να μιμείται την φυσιολογική ροή της γλώσσας,
όπως άλλοι μιμούνται τις γάτες ή τα πουλιά.
Θα μου πείτε:
«Τι είδους τραυλή ήταν αυτή, αφού είχε τη δυνατότητα να μιλάει κανονικά;»
Δεν την είχε. Είπαμε: απλώς την μιμούνταν. Μέσα της σκεπτόταν τραυλίζοντας.
Όλα έβαιναν σχεδόν καλά,
εφόσον μπορούσε με τόση άνεση να κρύβει την εσωτερική της δυσλειτουργία,
ώσπου κάποτε βαρέθηκε να υποκρίνεται κι άρχισε να εξομολογείται το πρόβλημά της.
Φυσικά δεν το είπε στο αφεντικό της -πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να απολυθείς για κάτι τέτοια.
Ούτε βγήκε να το ανακοινώσει στις εφημερίδες.
Το εκμυστηρεύθηκε σε κάποιους ανθρώπους που θεωρούσε κοντινούς της
και που πίστευε πως θα την καταλάβαιναν και θα της συμπαραστέκονταν.
Πράγματι, όλοι την άκουσαν με συμπάθεια και υποσχέθηκαν να τη βοηθήσουν.
Να τη διδάξουν αυτό που σ’ εκείνους είχε χαριστεί από τη φύση
και το έκαναν με τη μεγαλύτερη ευκολία του κόσμου.
Εκείνη αναθάρρησε.
«Επιτέλους θα μπορέσω να απαλλαχθώ από αυτή μου την ενοχλητική διαφορετικότητα»,
σκέφτηκε και βάλθηκε να κάνει ό,τι της έλεγαν.
Ο κάθε ένας πίστευε πως ήταν ο ιδανικός δάσκαλος
και πως εκείνος ήταν που θα κατάφερνε να βοηθήσει το κορίτσι να ξεπεράσει το πρόβλημά του.
Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν και οι προσπάθειες κανενός δεν έδειχναν να φέρνουν κάποιο αποτέλεσμα,
όλοι σιγά-σιγά άρχισαν να εγκαταλείπουν,
ώσπου στο τέλος απλώς της επιδείκνυαν κουρασμένοι τη δική τους «φυσιολογικότητα».
Θα έλεγε κανείς, πως είχαν τη διάθεση να την τιμωρήσουν για το ανεπίδεκτον της μαθήσεώς της.
Άρχισαν μάλιστα να τη βλέπουν με διαφορετικό μάτι:
άρχισαν να τη θεωρούν ανάπηρη και να την αποφεύγουν,
όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι με κάθε τι αλλιώτικο από τους ίδιους,
τα πρότυπα και οτιδήποτε θεωρείται αυτονόητο και φυσιολογικό.
Το κορίτσι -ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της- μετάνιωσε για αυτήν της τη διάθεση ειλικρινείας.
Εξάλλου, της ήταν τόσο εύκολο να ξεγελάει τον κόσμο.
Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να αρθρώνεις σωστά· τα δόντια της τα είχε, τα σαγόνια της, τη γλώσσα της…
Μέσα της ήταν το εμπόδιο.
Και όπως όλα τα εμπόδια δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς να τα ξεπεράσεις.
Το πιο πιθανό είναι να σου βάλουν και τρικλοποδιές για ανεξήγητους ακόμα και στους ίδιους λόγους.
Έτσι λοιπόν, είπε το κορίτσι τραυλίζοντας μέσα του:
«Θα-θα-θα το-το-το κα-κα-άνω μο-μο-μόνη μου. Δεν έχω κανέναν ανάγκη!»
Αυτό το «Δεν έχω κανέναν ανάγκη» το σκέφτηκε φαρσί...

Κι έγραφε κάποτε η Μαρία*...

Εσύ επιθυμείς
και επιθυμείς ένα πρόσωπο που επιθυμεί
και επιθυμεί ένα πρόσωπο που επιθυμεί
και επιθυμεί ένα πρόσωπο...
Και το αέναο ροζάριo της επιθυμίας συνεχίζεται,
από πρόσωπο σε πρόσωπο,
για να χαθεί στο άγνωστο.
Όλοι εκλιπαρούμε προς την ίδια κατεύθυνση,
το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
Εκείνο της προσευχής.
Αλλά δεν προσευχόμαστε ο ένας στον άλλον.
Δεν κοιτάμε με φλόγα στα μάτια, ό ένας τον άλλον.

Η φλόγα στα μάτια μας καίει το πίσω μέρος ενός λατρεμένου κεφαλιού.


*Μαρία

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2009

Γιατί έτσι.



Πάει στα μαγαζιά και κάνει «ζημιές», που λέγαν οι μάγκες οι παλιοί.
Τα σπάει και πληρώνει.
Χορεύει ζεϊμπέκικο -χορό πολεμικό και αντρικό-
πάνω σε άδεια πίστα και ποιος κοιτάει δεν ξέρει,
έτσι κι αλλιώς αδιαφορεί,
είναι σαφώς στον κόσμο του,
κύκλωμα κλειστό στα ψέματα της οικουμένης,
κι ούτε τα βήματα μετράει, όπου τον πάει ο ρυθμός
και η στιγμή.
Μόνον στιγμές θυμάται.
Και μερικές καλές ατάκες.
Όλα τα υπόλοιπα καταχωρούνται στα αζήτητα
κι όποιες πληγές ανοίγουν ξεχνιούνται για πάντα ανοιχτές.
Ο εμβολιασμός, τα γιατροσόφια δεν φτιάχτηκαν γι’ αυτόν…
Θα φύγει μόνος, ξεσκισμένος και βουβός.
Γιατί έτσι είναι κι έτσι γουστάρει.
Ας είναι όλοι οι άλλοι οι σωστοί
-κι οι καθώς πρέπει.


Καλό μας μήνα...