Header Painting by Agapi Hatzi

Παρασκευή, Αυγούστου 28, 2009

Just... so...

Στήνουν αυτί τα ξωτικά να ακούσουνε φωνή ανθρώπου.
Τα μαντάτα φθάσανε στο δάσος από πολύ παλιά,
όταν τ’ αθάνατα ήταν ακόμα μικρά και τους λέγανε ιστορίες οι θεοί,
να κοιμηθούν τα βράδια.
Δεν ξέρανε ακόμα ούτε τι λογής ανία τα περιμένει μέσα στο ατέρμονο βρίσκεσθαι.
Υπάρχειν, ούτως ειπείν.
Μερικά είπαν να κόψουν τα μυτερά αυτιά τους, να πάψουν να ακούνε, να μαθαίνουν,
να σχηματίζουν βεβαιότητες μέσα στο επίσης μυτερό κεφάλι τους…
Τα υπόλοιπα, εκεί: ψάχνουν ν’ ακούσουν άνθρωπο.

Ό,τι -λέει- έχει κάποτε ειπωθεί, ό,τι έχει πάρει μορφή μέσα στη φαντασία,
δε μπορεί παρά να υπάρχει.
Άλλη μια τραγικά αβέβαιη βεβαιότης…

Ένα αθάνατο είχε λέει μάλιστα κάποτε δει έναν χοντρό άνθρωπο
να κάθεται οκλαδόν και να γελάει.
Σωστό… ένας θνητός δεν έχει να κάνει τίποτα καλύτερο από το να γελάει.
Μόνον αυτό του χάρισαν οι θεοί, όταν τον φτιάξανε· για να γελάνε οι ίδιοι...
Έτρωγε φαγητά πλούσια και λιπαρά και έπινε κρασί και άκουγε χωρίς ν’ ακούει
-τα είχε ακούσει όλα, τα ήξερε όλα κι όλα τα είχε δεχθεί-
και γέλαγε…

«Έζησα πολύ», συνήθιζε να λέει «και τα περισσότερα μου χρόνια πειθαρχημένα.
Το μονοπάτι για να φτάσω στο τώρα ήταν γεμάτο δάκρια και πόνο.
Όλη μου η γνώση –η τόσο δύσκολα κατακτημένη- έπεσε μιαν αυγή από πάνω μου
σαν παλιό πουκάμισο φιδιού κι έγινε ένα με το χώμα.
Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα άδειος σα νεογέννητο,
με μνήμες αδρές κι αδιάφορες,
μα στο στόμα μου είχε φυτρώσει το χαμόγελο.
Δεν είχα παρά να κάνω -εσκεμμένα πια- μία γκριμάτσα παραπάνω.
Κι έγινε γέλιο.
Κάποτε θα πέσω ολόκληρος σαν πουκάμισο φιδιού στο χώμα.
Τι θα φυτρώσει άραγε τότε;»

Αυτά τους λέγανε στα ξωτικά για bed time story
και από τότε τα έχει φάει κι αυτά η περιέργεια…
τι να φυτρώνει άραγε;

Δευτέρα, Αυγούστου 24, 2009

Με σκέφτεσαι τώρα;





















Μαζεμένοι κάτω από ένα λευκό ξύλινο υπόστεγο για να προφυλαχθούν από τη θερινή καταιγίδα
-δοκάρια ποτισμένα αποικιοκρατική ανία-,
σκοτώνουν την ώρα τους με ένα διασκεδαστικό, ηλίθιο χαρτοπαίγνιο.
Ο ηττημένος φορά πλαστική σακούλα στο κεφάλι, ο νικητής χακί καπέλο τύπου “Fidel Castro”
(πάντα στη ζωή υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, θλιβερό είναι να μπαίνεις στη γωνία).
Μπύρες, βότκα, άπειρα τσιγάρα, θυμικό κυκλικό σαν την παλιά ροτόντα που φιλοξενεί το παιχνίδι τους.
Διακοπή ρεύματος.

«Vacations misérables…», λέει η μια φίλη σκύβοντας συνωμοτικά προς την άλλη.
Τα χείλη τους σχεδόν αγγίζονται.

Η τρίτη της παρέας τραβάει μανιασμένα τα φις από τις πρίζες,
πασχίζοντας να ανακαλύψει την αιτία του βραχυκυκλώματος.
Ο καταθλιπτικός σύζυγός της -κούκλα διαμελισμένη από μικρό σαδιστή-
κατεβαίνει οικειοθελώς στο κελάρι.
Κάποιος τον συνοδεύει. Ποιος έχει εμπιστοσύνη σε μια κούκλα;
Ο Γ παραμένει αδιάφορος για το τι συμβαίνει γύρω του…
Δεν ακούει εξάλλου καλά: καλοκαιρινή ωτίτις.
Οι φίλες ξεκαρδίζονται στα γέλια σαν σκανδαλιάρες μαθήτριες.

«Θέλω να σε γαμήσω, μωρό μου»
, ψιθυρίζει κάποιος μέσα στο υγρό σκοτάδι…

Και τότε έρχεται το ρεύμα. Ως δια μαγείας. Σαν το τσεκούρι στο δάσος.
Το παιχνίδι ξαναρχίζει.
6 άνθρωποι, 3 ζευγάρια σε σειρά τυχαία… ζάρια πεταμένα από χέρι τζογαδόρου.

«Βαρέθηκα να τον βλέπω συνέχεια να χάνει. Σε μερικά χρόνια θα τον εγκαταλείψω»
«Θα με σκέφτεται τώρα;»
«Πρέπει αύριο να πάρω τηλέφωνο στην εταιρία»
«Γαμώ την καντεμιά μου… δεν μπορώ και να πιω με την κωλοαντιβίωση…»
«Θα με σκέφτεται τώρα;»
«Νυστάζω…»

Το φως της ημέρας πλησιάζει, απειλητικό όπως πάντα.
Οι κατά φαντασίαν βρικόλακες εξαφανίζονται έντρομοι πίσω από τις πόρτες των δωματίων τους.
Μα δυο ερωτευμένες με τον έρωτα ψυχές σμίγουν, όσο ακόμα είναι σκοτάδι:
«Θα με σκέφτεται τώρα;»


Το ποστ έγραψαν από κοινού η synas και η 3partiesaday.


Σάββατο, Αυγούστου 01, 2009

Σάββατο, Αύγουστος 01, 2009


















42 χρόνια ζωής κοινής με τον εαυτό της παρασυρόταν ακόμα από τα τερτίπια του
και χαμογέλαγε μονάχη σα χαζή στα ερωτικά καλέσματα της φύσης του.
Δεν ήθελε να του χαλά χατήρι, μα σα νά ‘ταν θέλημα κάποιου είρωνα θεού,
του το χάλαγε πάντα.
Τον ήξερε τόσον καιρό, κι όμως η σχέση τους κράταγε ακόμα το μυστήριο της αρχής.
Άγνωστος ακόμα κατ’ ουσίαν κι ας γνώριζε τα χαϊρια του και τις αδυναμίες.
Παρέμενε απρόβλεπτος.
Ήταν ένας αρσενικός, πώς να ταιριάξουν απόλυτα τα χνώτα τους;
Καμιά φορά την ξύπναγε τις νύχτες
και την τραβολογούσε σε φαντασιώσεις ισχυρής εμβέλειας και μεγάλου βεληνεκούς.
Τι ανικανοποίητος άνθρωπος, τι βιτσιόζος, τι ανελέητος στο κυνήγι της πρόσκαιρης χαράς.
Αυτή πάλι μαζεμένη, ντροπαλή, ονειροπόλα,
έμενε να τον κοιτάζει πάντα με τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Τον ξενέρωνε μέχρι σημείου να ροχαλίζει κι αυτός δίπλα της για χρόνια,
γνωρίζοντας πως κάθε του θέλω θα σπάσει πάνω στο φράγμα της θηλυκής της φύσης.

«Λες και οι γυναίκες δεν έχουν επιθυμίες», της πέταγε χαιρέκακα στα μούτρα.

«Αχ, έχουν, μωρό μου», του αντιγύριζε εκείνη θλιμμένη που δεν ήταν σε θέση να τον ακολουθεί.
«Μα οι επιθυμίες τους θέλουν πολύ χώρο για να ξεδιπλωθούν,
είναι αυτή η αναμονή που όσο κι αν την αρνούνται, την έχουν και ανάγκη...
θέλουν τη φωλιά, το γνωστό, το οικείο.
Δίνονται μοναχά στο ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ».

«Δικός σου είμαι, μάτια μου», έγνεφε με λαχτάρα στα υγρά της μάτια, δυο θάλασσες απέραντης μελαγχολίας.

«Δεν είσαι... είσαι διάχυτος, είσαι δικός του κόσμου όλου. Και μες στα όλα και εγώ.
Δεν μου φτάνει αυτό, ποτέ δεν θα μου φτάσει».

«Δεν θα με φυλακίσεις», θύμωνε αυτός.
«Είμαι μαζί σου, το μυαλό μου όμως και κυρίως η καύλα μου μπορούν να αγγίζουν τη ζωή ολόκληρη, ναι.
Θέλω να ζω δίχως τα όρια των φόβων και των ενοχών σου».

«Κι εγώ συνομιλώ με το σύμπαν· καβαλάω τις νύχτες τη σελήνη
και πετώ πάνω από τα πρόσκαιρα της ΖΩΗΣ, που τόσο περί πολλού έχεις.
Είμαι πέρα απ’ αυτή και πέρα από σένα, αν θες να τ’ ακούσεις, μάγκα του γλυκού νερού».

Τότε αυτός γινόταν θηρίο και την περιέλουζε με χίλια δυο επίθετα,
από ‘κείνα που σε κάνουν έξαλλο κι ας ξέρεις πως κάπως έτσι έχουν τα πράγματα.

«Δεν θα τα βρούμε ποτέ», μουρμούραγε εκείνη κι έπιανε να λιμάρει τα νύχια της με μανία.

«Κάντα όσο πιο αιχμηρά μπορείς!», της φώναζε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Όταν γυρίσω, να μου τα μπήξεις με όλη σου τη λύσσα...
γιατί, σου το υπόσχομαι, θα έχεις έναν λόγο παραπάνω απ’ ό,τι τώρα».