Header Painting by Agapi Hatzi

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Πρέπει να φύγω...













Περίεργο πράγμα, πού ‘ναι η ζωή!
Και άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!
Ανεξήγητα πράγματα συμβαίνουν.
Έξω απ’ τα καθιερωμένα, έξω από τ’ αποδεκτά.
Έρχεται μια θύελλα και σε συνεπαίρνει.
Ένας κεραυνός…
Από το πουθενά και προς το πουθενά.
Αλλόκοτη ζωή…
Θεόμουρλη…
Τα φτιάχνεις όλα, τα βάζεις σε κουτάκια και σου σκάει το απρόοπτο, το ανεξέλεγκτο…
Χωρίς να το ‘χεις σχεδιάσει καθόλου, χωρίς να το ευχόσουν καθόλου.
Ή μήπως το ευχόσουν; Κρυφά;
«Όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει μαζί μας…» Αμερικάνικη λαϊκή σοφία…
Φοβάμαι, πως έτσι είναι…
Δυστυχώς ή ευτυχώς…
...ουδείς μάλλον γνωρίζει.


Αυτό είναι το τελευταίο post, πριν τις διακοπές.
Σας εύχομαι να περάσετε, όσο το δυνατόν καλύτερα!
Φιλάκια σε όλους! Ραντεβού το Σεπτέμβρη!

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

Φιλία












Ένα απ’ τα ωραιότερα πράγματα του κόσμου σ’ αυτήν τη γη, είναι η φιλία.
Η δοκιμασμένη, η αγνή, η ανιδιοτελής φιλία.

Που μένει πάντα φρέσκια, γιατί πάντα ανακαλύπτεις πράγματα για τον άλλον, γιατί του ανοίγεις και σ’ ανοίγει την ψυχή του, χωρίς παρεμβολές από τρίτους ή ανασφάλειες.

Γιατί ξέρεις, πως δεν θα σε προδώσει. Ή τουλάχιστον πιστεύεις, πως δεν θα σε προδώσει.

Ναι, η φιλία –όπως και κάθε άλλη σχέση- σημαίνει πρωτίστως πίστη.
Πίστη στις καλές προθέσεις του άλλου, πίστη στον άνθρωπο.

Εγώ δεν έχω πίστη μέσα μου, είναι η αλήθεια, έχω αποκτήσει όμως με τα χρόνια κάτι άλλο, που της μοιάζει: άφημα. Αφήνομαι.

Πάντα υπάρχει η πιθανότητα να σου «την κάνει» ο άλλος. Αλλά και τι πειράζει;
Αυτά που κερδίζεις, αυτά που ζεις, όσο όλα είναι καλά, είναι σημαντικότερα από μία πιθανή προδοσία. Η οποία, άμα αφήνεσαι, γίνεται σιγά-σιγά και απίθανη.

Γιατί δένεσαι. Γιατί αγαπάς. Γιατί όλοι μας θέλουμε να είμαστε κοντά και ν’ απολαμβάνουμε τα μικρά μυστικά μας.

Να μοιραζόμαστε τους κρυφούς μας κόσμους, τις ανομολόγητες αδυναμίες μας, τους έρωτες και τις ήττες μας…

Είναι ευλογημένος, όποιος έχει έναν φίλο ν’ ακουμπήσει. Όχι να στηριχθεί, όχι να τον βαρύνει και να τον ρίξει κάτω. Μόνο λίγο ν’ ακουμπήσει και να νοιώσει την επαφή της ψυχής, χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα, χωρίς κίνητρα, χωρίς απώτερους στόχους.

Έχω μια φίλη. Και την αγαπώ πολύ. Της το αφιερώνω αυτό το κομματάκι, που βγήκε μες απ’ την ψυχή μου σήμερα, μόλις τώρα.

Γιατί είναι πάντα εκεί. Και την ευγνωμονώ γι’ αυτό…

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Παλιό ανάγνωσμα

Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε,
κι Aγάπη δεν κατέχει;
Ποιός δεν την εδοκίμασε;
ποιός δεν την-ε ξετρέχει;

Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς,
που'χου' θωριάν, και γνώση,
τρέχουν εις τούτο
το δεντρό τσ' Aγάπης,
για να τρώσι.

Πέτρες, δεντρά, και σίδερα,
και ζα στην Oικουμένη,
όλα γνωρίζουν, και γρικούν
τον Πόθον
πως τα γιαίνει.

K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν
κι Aγάπη λογαριάζει,
κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν
το πράμα, οπού ταιριάζει.

Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'.

BITZENTZOY ΚΟΡΝΑΡΟΥ "ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ"

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006

Κυρίες…

Από μικρή μου πιπιλούσαν το μυαλό με την λέξη «κυρία» (και «κύριος»)…

Κάτι, που θυμάμαι χαρακτηριστικά, είναι μια ιστοριούλα σχετικά με την Μαρία Αντουανέτα μικρή. Κάποιος την είχε αποκαλέσει «μικρή κυρία» κι εκείνη είχε απαντήσει «Δεν είμαι κυρία, είμαι πριγκίπισσα». Και η γκουβερνάντα-παιδαγωγός της είχε πει με έμφαση: «First be a lady, then a queen”. Ή κάπως έτσι…

Επίσης, διάβαζα μετά βδελυγμίας τις «Μικρές κυρίες» της Λουϊζας Άλκοτ...

Η μητέρα μου μού έκανε πάντα σχετικές υποδείξεις και με στόλιζε με αποφθέγματα και ρητά του τύπου της Αντουανέτας.

Δυστυχώς όλα πήγαν στραβά για ‘κείνην. Όλα τα νοήματα τα εξέλαβα… αναπόδως!
Η λέξη "κυρία" –όσο περνούσαν τα χρόνια- μου έφερνε όλο και μεγαλύτερη αναγούλα.

«Κυρίες» ήταν όλες εκείνες οι γελοίες φίλες της με τις βάτες, γούνες, πούλιες, στρας...

Με το μαλλί κάγκελο απ’ τους τόνους της λακ.

Με την υποκρισία να λάμπει στο μάτι από χιλιόμετρα.

Με το χαμόγελο να στάζει κάτι μεταξύ γλίτσας και δηλητηρίου. Οι λέξεις βέβαια πάντα προσεγμένες…

Με φωνή-απομίμηση γνήσιας καρακάξας, να τσιρίζουν και να χαριεντίζονται ασυστόλως με τους αναλόγως γλοιώδεις συνοδούς τους. Και όχι μόνο…

Να χειροκροτούν και να κολακεύουν στα πάρτι κάτι γελοίους τρελούς ποιητές.

Να χορεύουν με οποιονδήποτε εκ της παρέας, κολλητό chick to chick, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, ότι μπορεί του ανθρώπου να του ‘χει γίνει… κάτι σαν το μαλλί τους... κάγκελο. Επιτρεπόταν αυτό παλιά στις «κυρίες»… Μάλλον θα μέτραγε και στα ατού…

Να κρύβουν ασυστόλως χρόνια, που δεν κρύβονταν με τίποτα κάτω απ’ τις ψεύτικες βλεφαρίδες και τις θαλασσιές σκιές της μόδας.

Και κυρίως βέβαια, να είναι πάντα έτοιμες να θάψουν το πρώτο θύμα, που θα έκανε το σφάλμα να κλείσει πρώτο πίσω του την πόρτα…

«Κυρίες»! Ωραίο παράδειγμα προς μίμηση!
Έγινα λοιπόν κι εγώ λιμενεργάτης και ησύχασα!

Η μαμά μου με έχει αποδεχθεί με τα χρόνια… Τώρα τελευταία έχει αρχίσει κι αυτή να λέει τη γνώμη της στα ίσα. Πετάει πού και πού και κανένα μπινελίκι, άμα την πολυζορίζουν. «Ααααχ! Ωραία είναι» μουρμουράει μετά…

Ναι, μαμά μου, ωραία είναι. Να πάνε οι «κυρίες» να… χαριεντιστούν παρακάτω.
Εδώ είμαστε απλά άνθρωποι… Με τα καλά μας και με τα κακά μας. Στα ίσα. Αφτιασίδωτες.

Και σ’ όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε…

Καλή σας ημέρα!

Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2006

Καλημέρα και καλή εβδομάδα!











Καλημέρα!
Σήμερα θα ήθελα να σας κάνω ερωτήσεις πάλι!

Αναρωτιέστε λοιπόν ποτέ, αν καταλαβαίνει κάποιος την πραγματική σας ταυτότητα;
Κι αν ναι, ενοχλείστε μ’ αυτήν τη σκέψη;
Φοβάστε την «αποκάλυψη»;

Συνάδει η διαδικτυακή σας περσόνα με την αληθινή σας προσωπικότητα;
Γράφετε στο blog σας πράγματα, που δεν θα τολμούσατε να τα πείτε επώνυμα;
Σχολιάζετε με άλλο θάρρος πίσω από το nick σας;

Ερωτήματα… Δεν είχα και τίποτ’ άλλο να γράψω σήμερα…
Πολύ θα ήθελα όμως να μου απαντήσετε.

Ας απαντήσω εγώ όμως πρώτη, μπας και πάρετε θάρρος!

Εμένα λοιπόν μου αρέσει να γράφω ανώνυμα.
Γι’ αυτό το λόγο, δεν έχω πει σχεδόν σε κανένα γνωστό για την ύπαρξη του blog.

Δεν θα με πείραζε κάποιος να με καταλάβαινε, αλλά έχω την αίσθηση, πως θα έγραφα λιγότερο αυθόρμητα, αν με διάβαζαν συστηματικά γνωστοί.

Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είχα προβλήματα. Αν αναφερόμουν π.χ. σε κάποιον προσωπικά και συνειδητοποιούσε, πως μιλάω γι’ αυτόν.

Αυτό το πρόβλημα μ’ έχει απασχολήσει πολύ και στο παρελθόν, όσον αφορά στη συγγραφή βιβλίων. Θα θίξεις ανθρώπους και σχέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση. Θέλει θάρρος, νομίζω, για να γράψεις ένα ειλικρινές βιβλίο. Ο Woody Allen, θυμάμαι σε μία ταινία του, έθιγε αυτό το θέμα με το γνωστό χιούμορ του πάντα βέβαια. Είχε σκοτωθεί με τους πάντες, λόγω αυτών που έγραφε στα βιβλία του.

Όσο για τα σχόλια, νομίζω, πως όχι, δεν θα έλεγα τίποτα διαφορετικό επωνύμως.
Λέω απλά και καθαρά τη γνώμη μου.
Ούτε βρίζω, ούτε πλακώνομαι, για να πρέπει να κρυφτώ, οπότε…
Αλλά, αν ένοιωθα θυμό με κάτι, θα τον εξέφραζα, είτε έτσι, είτε αλλιώς.
Κανένα πρόβλημα.

Αυτά.

Εύχομαι σε όλους εσάς, τους γνωστούς-αγνώστους, καλή εβδομάδα!
Ελπίζω κάποτε να σας γνωρίσω κι από κοντά!

Υ.Γ.
Κάποιος μπαίνει στο blog εκατό φορές την ημέρα και για ώρες από Γερμανία.
Μήπως θα μπορούσε να μου πει, ποιος είναι;
Γιατί υποψιάζομαι, πως θα είναι κάποιος γνωστός, που με κατάλαβε…

Σάββατο, Ιουλίου 22, 2006

Όνειρα θερινής νυκτός…






Αχ, Παναγία μου,
θέλω να σηκωθώ να φύγω,
να νοιώσω καλύτερα.
Να τ’ αφήσω όλα πίσω μου.

Την άλλη εβδομάδα θα φύγω.


Να γίνω ένα με τη Φύση, σε μια ερημική παραλία.
Να στήσω τη σκηνή μου κάτω από ένα αρμυρίκι.

Να ξυπνάω το πρωί και να βουτάω στο παγωμένο νερό.
Πριν με προλάβει η πρώτη πρωινή σκέψη.

Να ξεπλυθώ απ’ την πόλη, απ’ τη σκόνη, απ’ τη φασαρία.
Να ξεχάσω τα πάντα.

Σα ναυαγός να βρω εκεί τον παράδεισο, που ψάχνω σε μέρη αλλόκοτα.
Μόνη, με το κύμα να σκάει στα μαυρισμένα πόδια μου.

Ξαπλωμένη στη ζεστή άμμο, αφημένη μοναχά σε εικόνες
-πραγματικές κι ονειρικές-
μακριά από τις λέξεις και τα νοήματα.
Μονάχα εικόνες...

Να περιμένω το ηλιοβασίλεμα, να χάνομαι μες στο σούρουπο…

Και σαν νυχτώνει, ανάσκελα πάνω σ’ ένα νοτισμένο sleeping bag
να χαζεύω τ’ αστέρια για ώρες.
Χιλιάδες αστερισμοί να παίρνουν τις μορφές της φαντασίας μου.

Κι η σελήνη εκεί μες στη μέση, τεράστια, να κάνει αργά την περιστροφή της,
ν’ ανεβαίνει, να μεσουρανεί, να χαμηλώνει και να χάνεται
μες στο νερό ή πίσω από κάποιο νησί στο βάθος…

Μοναδική μουσική, ο παφλασμός του κύματος
κι ένας ανεπαίσθητος αχός από μακριά…

Να με βρίσκει ο Μορφέας στην παραλία,
κοιμούμενη να σκουντουφλάω μέχρι τη σκηνή.

Να ξημερώνει, να κυλά η μέρα αβίαστα
κι ο καυτός ήλιος να με βασανίζει γλυκά όλη μέρα…

Διάλειμμα δράσης:
οι βουβές μου περιπλανήσεις κάτω από το νερό…
αυτές οι υπέροχες αποστάσεις μες στη σιωπή της μάσκας...

Η ανάσα μου, η σκέψη μου κι εγώ… Μονάχη…

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

I got the blues


Όταν νοιώθεις μελαγχολία, έχεις συχνά μία δημιουργική διάθεση. Θες κάτι να κάνεις, να το βγάλεις αυτό το πράγμα από μέσα σου. Ένα τεράστιο θέλω κι ένα αίσθημα ανικανοποίητου κενού. Να γράψω, να ζωγραφίσω, ν’ ακούσω όμορφη μουσική, να διαβάσω τη σκέψη του άλλου, να ταξιδέψω. Ν’ αφήσω κάτι πίσω μου.

Η θλίψη είναι βαριά λέξη. Αίσθημα επικείμενου θανάτου. Ματαιότης.
Πού θα βρω κράτημα να ζήσω; Θλίψη. Έχεις βουλιάξει στο κενό.

Υπάρχει κι εκείνο το άλλο: η κούραση, ένα συναίσθημα ιδιότυπο, γλυκό, σα να ‘χεις κάνει κεφάλι από σαμπάνια. Μια ελαφρά ζάλη, ένα σούρσιμο, χωρίς εξάρσεις…
Τελειώνει το πάρτι και θες απλά να πας πια για ύπνο...

Δεν φαίνονται κι οι ώρες να σέρνονται, όταν νοιώθεις μπλε; Όπως και στην ανία;
Κάπως πρέπει να τις διασκεδάσεις, να τις σπρώξεις προς το όνειρο.
Και πώς πετούν οι ώρες, όταν τις απολαμβάνεις! Βιάζονται να σου φύγουν…
Αυτό το σχετικό του χρόνου…

Ίσως η ευτυχία να μην είναι τελικά η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου.
Ίσως νά ‘ναι η μελαγχολία. Η δημιουργική μελαγχολία.

Όχι πάντως η θλίψη. Όχι η άρνηση της ζωής.

Νομίζω, πως είμαστε εδώ για να δημιουργούμε. Δεν ξέρω βέβαια γιατί να πρέπει να δημιουργούμε, όμως το νοιώθω μέσα μου, πως γι’ αυτό είμαστε φτιαγμένοι.

Κι ο έρωτας είναι η κινητήρια δύναμη. Ο έρωτας για τη ζωή, για τα πράγματα, για τους ανθρώπους, για τις εικόνες, για τις λέξεις, για το άρωμα της ύπαρξης μας…

Όποιος ζει ανέραστος, αργοπεθαίνει… Όχι, δεν είμαστε εδώ για να βρούμε το Θεό…

Υ.Γ.
Μ’ αρέσουν πολύ οι «μπλε» ταινίες. Όπου κυριαρχεί το μπλε. Κι η Jazz.

Όμορφη, πού ‘ναι η ζωή, άμα ξέρεις να τη ζήσεις…
Άμα δεν πιάνεσαι στα γρανάζια της χαζής, πεζής, τιποτένιας ωφελιμότητας…

Μαύρα φεγγάρια του έρωτα


Μαύρα φεγγάρια του έρωτα.
Λευκές διαδρομές
πάνω σε χάρτη με κόκκινες κηλίδες.
Στιγμές.

Άγνωστος τόπος η ψυχή μου.

Δάκρυα.
Γι’ ανθρώπους, που δεν άγγιξα.
Γι’ αγάπες, που δεν έζησα.

Χάνομαι.
Δεν έχω επαφή με το είναι μου.
Άγνωστος τόπος.
Γεμάτος όνειρα, θλίψη και πόθο άσβεστο.

Δεν θέλω να ζω έτσι.
Ανάπηρη, βουβή, κρυμμένη.

Τα περάσματα έχουν κλείσει.
Δεν υπάρχει δρόμος για 'μένα.
Είμαι φυλακή.

Μόνη ανάμεσα στους ανθρώπους.
Για πάντα.


Τετάρτη, Ιουλίου 19, 2006

Είναι κάτι μέρες όμορφες…


Είναι κάτι μέρες όμορφες…
που αναπηδάς απ’ το κρεβάτι
γεμάτος προσμονή για τη μέρα πού ‘ρχεται.
Αδημονία…

Είναι κάτι μέρες…
που δεν σε νοιάζει τίποτα.
Όλα είναι καλώς φτιαγμένα.

Είναι κάτι μέρες…
πού ‘χεις λιακάδα μέσα σου
κι αδιαφορείς για όλα,
όσα μπορεί να σε πονούν
τις άλλες μέρες,
τις κακές…

Είναι κάτι μέρες όμορφες…
που νοιώθεις,
πως επιτέλους ζεις!

Κι η ζωή είναι ωραία,
όταν τη ζεις…
(ακόμα κι αν νυστάζεις…)

Καλή σας ημέρα!


Τρίτη, Ιουλίου 18, 2006

Ο κλέψας του κλέψαντος












Τα τελευταία χρόνια η οικογένειά μου κι οι φίλοι μου έχουμε όλοι πέσει επανειλημμένα θύματα κλοπών και ληστειών. Στην αρχή λέγαμε «Ε, συμβαίνουν αυτά», πλέον όμως κοντεύει να γίνει η καθημερινότητά μας. Έχει επηρεάσει τις ζωές μας, τον τρόπο που κινούμαστε, που σκεπτόμαστε, που ασφαλίζουμε τα σπίτια μας, αλλά και τις καρδιές μας.

Γιατί τις καρδιές μας; Μα από φόβο. Έχουμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε τους ανθρώπους, γνωστούς κι αγνώστους. Όταν άλλοτε ανοίγαμε την πόρτα σε οποιονδήποτε άνθρωπο ερχόταν να μας πει κάτι, τώρα τους κοιτάμε όλους ως επίδοξους κλέφτες.

Μπαίνει κάποιος στο γραφείο να ζητήσει βοήθεια και κλέβει το κινητό.

Αγοράζουμε όλες συνέχεια καινούριες τσάντες. Βγάζουμε καινούριες ταυτότητες, διπλώματα, διαβατήρια. Στην αστυνομία έχουν βαρεθεί να με βλέπουν.

Έρχεται ένας άνθρωπος να τον προσλάβεις. «Καλός άνθρωπος φαίνεται» θα έλεγες παλιά. Τώρα πρέπει να ζητάς ποινικό μητρώο, όχι ότι σημαίνει κι αυτό τίποτα. Και δεν θα προσλάβεις το παλιό πρεζόνι, δεν ξέρεις, τι μπορεί να κάνει. Ορίστε ο ρατσισμός, ορίστε η κοινωνική ανισότητα, ορίστε η προκατάληψη.

Κοιμόμαστε μες στο σπίτι μας, ξυπνάμε το πρωί κι ανακαλύπτουμε, πως τη νύχτα έχουν μπει άνθρωποι κι έχουν φύγει σαν κύριοι. Μ’ έχουν δει γυμνή να κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, ενώ εκείνοι μας έψαχναν τις τσέπες των ρούχων, που κρέμονταν δίπλα μας. Κι ακουμπισμένο δίπλα στο προσκεφάλι μας ένα αντικείμενο-όπλο για την περίπτωση, που ξυπνούσαμε.

Νιώθεις σχεδόν βιασμένος. Δε νοιώθεις ασφάλεια ούτε στην αγκαλιά του Μορφέα. Δεν αργούν τα ηρεμιστικά…

Βγαίνει ο αδελφός μου απ’ την τράπεζα μέρα-μεσημέρι στη Μεσογείων και του βάζουν πιστόλι στην κοιλιά «Δώσε την τσάντα, καριόλη, αλλιώς στην ανάβω». Σε άψογα ελληνικά και με μηχανή μεγάλου κυβισμού. Η σκέψη δεν πάει στον εξαθλιωμένο Αλβανό, πάει στους ανθρώπους της επιχείρησης. Κι αρχίζει ένας φαύλος κύκλος ενδοεταιρικής καχυποψίας και ανάληψη εντυπωσιακών πλέον μέτρων ασφαλείας.

Και περαιτέρω σκέψεις:
Να πάρω όπλο; Να βγάλω άδεια οπλοφορίας; Πώς θα αμυνθώ;

Το επόμενο βήμα, η επόμενη σκέψη, είναι η απαγωγή. «Μην έρθουν νύχτα και μου πάρουν τα παιδιά» «Μην έρθουν και πάρουν εσένα, αγάπη μου, και ζητάνε λύτρα». Δεν μιλάω για αμερικάνικη ταινία, μιλάω για την Αθήνα του 2006.

Κι ακόμα:
«Μην πηγαίνεις τα παιδιά σ’ ανοιχτούς χώρους. Να τά ’χεις συνέχεια στο πλάι σου. Απάγουν παιδιά και τους παίρνουν τα όργανα. Ξέρεις πόσες τέτοιες περιπτώσεις καταγράφηκαν το τελευταίο τρίμηνο στην Ελλάδα;»

Η ζωή μας φτωχαίνει. Και δεν φτωχαίνει απ’ αυτά που μας κλέβουν, φτωχαίνει απ’ την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πάντες και τα πάντα. Απ’ το όλο και μεγαλύτερο κλείσιμο στους πύργους μας, με τους συναγερμούς, τις κάμερες και τις σιδεριές. Από το φόβο και την ανασφάλεια…

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

Τι σημαίνει «Νέος»;












Η ζωή μας χωρίζεται σε γενικευμένες ηλικιακές ζώνες. Είσαι παιδί, μετά έφηβος, μετά νέος, μετά; -εκεί μπερδεύεται λίγο το πράγμα-, μετά μεσήλιξ, μετά γέρος.

Από τα 18 και μετά θεωρείσαι νέος. Το θέμα είναι, πότε παύεις να είσαι νέος;
Υπάρχουν κάποια στάνταρ στην κοινωνική πρακτική, που καθορίζουν αυτή τη ζώνη. Μέχρι τα 26 π.χ. έχεις δικαίωμα στο interrail –στο μειωμένο εισιτήριο για νέους σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο. Άρα μέχρι τα 26 είσαι σίγουρα νέος.
Δικαίωμα όμως στην μετεκπαίδευση και τις υποτροφίες έχεις μέχρι τα 38. Άρα και μέχρι τα 38 θεωρείσαι από την κοινωνία νέος (τουλάχιστον στην Ευρώπη, στην Αμερική είναι όλα τραβηγμένα προς τα πίσω. Γρήγορα! Γρήγορα!)

Αν θεωρήσουμε λοιπόν –ας βάλουμε έναν μέσο όρο- ότι κάποιος είναι νέος ως τα 35, προκύπτει το εξής πρόβλημα: τι είσαι μεταξύ 35 και 50; Αυτή είναι μάλλον η πιο παραγωγική περίοδος στη ζωή του σημερινού άνθρώπου. Μέσα σ’ αυτήν αρχίζεις ουσιαστική καριέρα, δουλεύεις σα σκυλί, δημιουργείς οικογένεια, χρήμα. Έχεις τελειώσει –υποτίθεται- με την εκπαίδευση, έχεις σαχλαμαρίσει, έχεις κατασταλάξει στα θέλω σου και αρχίζεις να στήνεις το οικοδόμημα της υλικής σου ζωής.

Τι θεωρείσαι λοιπόν κατά τη διάρκεια αυτής της 15ετίας; Όχι μεσήλικας βέβαια! Ειδικά ο σημερινός άνθρωπος μέχρι τα 50 –άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο- φαίνεται και εξωτερικά νέος. Πρόκειται ουσιαστικά αυτή η περίοδος για μία ώριμη, όψιμη αν θέλετε νεότητα.

Μετά τα 50 μπορείς να λέγεσαι πλέον μεσήλιξ. Ένας όρος που επίσης όμως μάλλον τείνει να καταργηθεί. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο να περνάς κατευθείαν απ’ τη νεότητα στο γήρας. Αν όμως δεχθούμε τον όρο μεσήλικας, πάλι τίθεται το εξής ερώτημα: Πότε ονομάζεις έναν άνθρωπο γέρο; Αυτό κι αν είναι δύσκολο τη σήμερον ημέρα.

Υπάρχει λοιπόν ένα μπέρδεμα σχετικά με τις ηλικίες.
Υπάρχουν 2 πολύ διαδεδομένες ρήσεις:
«Είμαι όσο φαίνομαι».
«Είμαι όσο αισθάνομαι».
Τι ισχύει όμως τελικά; Είσαι όσο φαίνεσαι, όσο αισθάνεσαι ή… όσο είσαι;

Πολλοί άνθρωποι κρύβουν χρόνια. Ειδικά οι γυναίκες. Αυτή η τακτική μου φαινόταν πάντα απίστευτα γελοία –ήμουν νέα! Τώρα καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους. Καταλαβαίνω, γιατί το κάνουν. Ο κόσμος έχει φιξαρισμένες αντιλήψεις γα την ηλικία.

Αν μια γυναίκα π.χ. είναι 45 ετών, φαίνεται 30 και νοιώθει 20, με το που θα πει αυτό το 45, παραπέμπει αμέσως σε αρχή… εμμηνόπαυσης. Αυτό βέβαια κρύβει κι άλλα από πίσω: μια γυναίκα στα 45 δύσκολα θα σου δώσει παιδιά –αν και με τις σημερινές τεχνικές, όλα έχουν αλλάξει. Δεν είναι λοιπόν γυναίκα να την παντρευτείς, είναι μονάχα γυναίκα-σύντροφος για τεκνά –που δεν ενδιαφέρονται ακόμη για οικογένεια- ή για χωρισμένους, που έχουν φτιάξει ήδη μία και δεν θέλουν δεύτερη.

Ενώ, αν πει 32, παίζει μπάλα μια χαρά! Μπορεί να πάρει τον 30άρη, να τον σκίσει, να τον χειραγωγήσει χωρίς ο άλλος να πάρει και χαμπάρι –άπειρος γαρ-, να τραβήξει και μια θεραπεία γονιμότητας και όλα καλά κι ωραία.
Πού να το κρύψεις όμως. Κρύβεται; Δεν κρύβεται…

Πάνω απ’ όλα λοιπόν είμαστε όσο η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, λέει για ‘μάς. Παλιά στα 25 ήσουν γεροντοκόρη κι αυτό ισχύει ακόμα σε πολλές κοινωνίες. Σήμερα έχουμε πάρει όλοι στο δυτικό κόσμο παράταση νεότητας.

Η τελευταία "λέξη" της επιστήμης, δε, λέει ότι έχουμε την ηλικία, που έχουν οι αρτηρίες μας. Αλλάζει δηλαδή την «πραγματικότητα» της ηλικίας, τη μεταθέτει από κοινωνικούς όρους σε ιατρικούς.

Αυτό ίσως να κρύβει και μία αλήθεια πιο βαθιά.
Ίσως συνδέεται άμεσα μ’ αυτό το «νοιώθω, αισθάνομαι μέσα μου νέος».

Γιατί τι σημαίνει στο κάτω-κάτω «νέος»;

Σημαίνει να είσαι ανοιχτός στη ζωή, ανοιχτός στο άγνωστο, ανοιχτός στο καινούριο. Σημαίνει να μην είσαι βαρύς, παγιωμένος και συντηρητικός.
Σημαίνει να μην είσαι αυτό που λέμε «αρτηριοσκληρωτικός».

Σημαίνει ν’ ανοίγεις όλο ενθουσιασμό τα χέρια στη ζωή και να φωνάζεις «Πάμε»!
Κι ας είσαι κι 100...

Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006

Φθόνος
















Πολλές φορές στη ζωή μου αδυνατώ να καταλάβω τους τρόπους των άλλων.
Και τα κίνητρά τους και τις αντιδράσεις τους.

Βλέπω ανθρώπους γύρω μου να μισούν συνανθρώπους τους χωρίς κανέναν εμφανή λόγο. Αυτό λέγεται μάλλον φθόνος, αλλά ποτέ μου δεν μπόρεσα να το κατανοήσω.

Δεν υποστηρίζω, πως εγώ είμαι καλός άνθρωπος, κάθε άλλο. Μάλιστα είμαι και πολύ ζηλιάρα. Ερωτικά. Όμως ο φθόνος είναι άλλης ποιότητας συναίσθημα. Δεν ξέρω καν αν χρειάζεται αντικείμενο ή αν απλά είναι ένα εγγενές στοιχείο της προσωπικότητας κάποιου και αναδύεται μόλις βρει γόνιμο έδαφος.

Φθονεροί άνθρωποι… φαίνονται κι απ’ το βλέμμα τους και απ’ τα λόγια τους κι απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Στάζουν φαρμάκι. Πάντα έχουν έναν κακό λόγο για όλους. Πάντα υπάρχει ένα μείον, ένα ψεγάδι, κάτι για να κατηγορήσουν.

Και λειτουργούν ύπουλα, με πισώπλατα χτυπήματα ή κάτω από τη ζώνη. Δεν υπάρχουν εδώ κανόνες. Ο «άλλος» είναι ο εχθρός. Στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Στον έρωτα και στον πόλεμο. (Άλλη μια ρήση, που ποτέ δεν κατάλαβα: γιατί επιτρέπονται όλα; Γινόμαστε ξαφνικά ζώα;;)

Φθόνος! Τι συναίσθημα πρέπει να είναι κι αυτό! Αν κρίνω απ’ τη ζήλια και την πολλαπλασιάσω επί 100 (τουλάχιστον), πρέπει να σου κατατρώει τα σωθικά, να σε βασανίζει νυχθημερόν, να τριβελίζει τη σκέψη σου και την ψυχή σου σαν το τρυπάνι, όταν πέφτουν τα θεμέλια (Θεέ μου, τι βασανιστικό, έχω οικοδομή δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου…)

Δεν είναι ωραίο θέμα για Σαββατοκύριακο, αλλά αυτό μου ήρθε σήμερα στο μυαλό. Και -όπως πάντα- περιμένω τις απόψεις σας. Μου φαίνεται, πως γι’ αυτό γράφω στο blog αυτό. Για να ρωτάω.

Φιλιά σε όλους & καλό ΣΚ! Απαντήστε, ε; Τα λέμε τη Δευτέρα.

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

Ρυθμοί… χελωνολαγού








Αααααχ!
Επιτέλους έφτιαξε το ωράριό μου!
Με το διαδικτυακό πατσατζίδικο
κοιμόμουν χαράματα,
ξυπνούσα πρωί, κοιμόμουν μετά όρθια…
Δεν είναι για μένα οι επιχειρήσεις, δεν είναι…
Και δη οι νυχτερινές.


Ξύπνησα σήμερα μόνη μου, κανονικά, ήρεμη και με διάθεση να κάνω τα πάντα. Ό,τι είχα παραμελήσει τον τελευταίο καιρό. Αυτά τα σκαμπανεβάσματα στο ωράριο, την ενεργητικότητα, τη διάθεση τα έχω από παλιά.

Περνάω φάσεις έντονης δημιουργικότητας και παραγωγικότητας και μετά λιποθυμάω για κανά μήνα… Έτσι τα έχω κάνει όλα στη ζωή μου. Σ’ αυτόν το ρυθμό. Στο σχολείο διάβαζα όλην την ύλη τον τελευταίο μήνα πριν τις εξετάσεις. Στο πανεπιστήμιο δεν πάταγα και πέρασα όλα τα μαθήματα ουσιαστικά σε 3 εξεταστικές. Και ποτέ Σεπτέμβρη βέβαια. Δεν το συζητάμε…

Ο καλύτεροί μου μήνες είναι συνήθως ο Μάιος κι ο Ιούνιος. Μετά σφίγγουν οι ζέστες, άσε… Σεπτέμβρη έχω να ξεκουραστώ απ’ τις διακοπές. Οκτώβρη αρχίζω και δραστηριοποιούμαι και με πάει καλά μέχρι αρχές Δεκεμβρίου. Ε, μετά είναι οι γιορτές. Κραιπάλη… Ιανουάριο-Φεβρουάριο έχω hangover απ’ τα Χριστούγεννα. Μάρτη ξυπνάω! Μαζί με τη φύση. Αρχίζω, δουλεύω, τρέχω γυμναστήρια, θυμάμαι τον εαυτό μου…

Από Μάρτη μέχρι Ιούνη και Οκτώβρη-Νοέμβρη λοιπόν: ό,τι κάνω, εκεί μέσα πρέπει να το κάνω. Τι να πρωτοπρολάβω; Τρέχω βέβαια σαν το Βέγγο αυτές τις λιγοστές ημέρες της ενεργητικότητάς μου… Ε, εντάξει, όλο και κάτι κάνω…

Με τέτοιους ρυθμούς είναι αδύνατον όμως να προκόψεις πραγματικά. Για να πετύχεις κάτι σημαντικό στη ζωή, πρέπει να έχεις πρόγραμμα. Και να το κρατάς. Να θέτεις καθημερινούς στόχους, χρονοδιαγράμματα, deadlines… Να οριοθετείς βήματα πενταετίας, να τα πραγματοποιείς, να βάζεις σε τροχιά τη νέα 5ετία και πάει λέγοντας.

Πενταετία! Εγώ αδυνατώ να σκεφθώ, τι θα μου συμβεί την επόμενη εβδομάδα. Αν και ξέρω: τίποτα δεν θα μου συμβεί. Εύχομαι μόνο να μην πέσει κανένας κεραυνός στη ζωή μου, ξέρετε, από εκείνα τα απρόοπτα, τα κακά απρόοπτα. Γιατί από καλά…

Δεν μου έχει πέσει ποτέ κανένα λαχείο, δεν ήρθε ποτέ κανείς να μου χαρίσει κάτι out of the blue, καμιά απρόσμενη ευτυχία δεν μού ‘χει χτυπήσει ποτέ την πόρτα.

Όλα πρέπει να τα σκέπτομαι και να τα κυνηγάω. Και να τα κυνηγάω καιρό. Ούτε αυτά δεν κάθονται στην ώρα τους. Κι όταν πια κάθονται, η επιθυμία έχει γίνει κούραση κι η χαρά απλή ανακούφιση… Ή χειρότερα: δεν τα θέλω πια!

Ναι, τα πράγματα τελικά μου κάθονται, όταν πια δεν μ’ ενδιαφέρουν και τόσο. Όταν έχω πάει παρακάτω, όταν τα έχω μέσα μου προσπεράσει.

Δεν πειράζει, κάτι είναι κι αυτό… Τουλάχιστον έχω την ικανοποίηση, ότι δεν πάνε τα χρόνια εντελώς χαμένα. Κάτι είναι κι αυτό…

Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Τι είναι ο έρωτας;




Τι είναι ο έρωτας; Γιατί ερωτευόμαστε κάποιον;

Άλλοι ερωτεύονται μία μορφή, άλλοι ένα βλέμμα, άλλοι το χιούμορ και το πνεύμα.
Άλλοι λένε, πως είναι «χημεία», οι πιο ρομαντικοί μιλούν για «αδελφές ψυχές».

Τι είναι όμως στ’ αλήθεια ο έρωτας;
Είναι σωματικός, είναι εγκεφαλικός, είναι και τα δύο;

Είναι μήπως η προβολή των ονείρων μας για το «τέλειο ταίρι» πάνω σ’ έναν τυχαίο άνθρωπο, που συναντούμε στο δρόμο μας;

Είναι η μοναξιά μας, που θέλουμε να ξεπεράσουμε;
«Όσο μεγαλύτερη η πρότερη μοναξιά, τόσο μεγαλύτερος ο έρωτας»;

Είναι μήπως η ανάγκη μας για έρωτα αυτόν καθ’ εαυτόν; Μία ζωτική ανάγκη, κάτι σαν το ένστικτο επιβίωσης; Μήπως χρειαζόμαστε τον έρωτα για να επιβιώσουμε; Όχι μόνο ως είδος, αλλά και ως μονάδες;

Μήπως τέλος είμαστε ερωτευμένοι με τον έρωτα;
Και το αντικείμενο του έρωτά μας δεν έχει σημασία;

Ειλικρινά, δεν ξέρω. Και θα ήθελα τις σκέψεις σας… Πολύ.

Τρίτη, Ιουλίου 11, 2006

Η Χιονάτη κι οι 7 νάνοι


Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς με μια πολύ όμορφη κόρη, τη Χιονάτη. Μόνος, καθώς ένοιωθε στο μεγάλο παλάτι, κάποτε ξαναπαντρεύτηκε. Η καινούρια βασίλισσα ήταν πολύ όμορφη, αλλά ζηλιάρα και κακιά. Είχε ένα μαγικό καθρέφτη και κάθε μέρα κοιταζόταν σ' αυτόν και ρώταγε: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ωραιότερη απ' όλες;» Ο καθρέφτης απαντούσε: «Ω, βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη απ' όλες».

Τα χρόνια όμως πέρασαν και μια ημέρα ο καθρέφτης τής είπε: «Είσαι όμορφη. Αλλά η Χιονάτη είναι πιο όμορφη από σένα».


Η βασίλισσα θύμωσε πολύ κι έβαλε έναν κυνηγό να πάει τη Χιονάτη στο δάσος και να τη σκοτώσει. Εκείνος όμως τη λυπήθηκε και την άφησε στο δάσος. Η Χιονάτη περιπλανήθηκε για λίγο, αλλά γρήγορα βρήκε μία καλύβα και μπήκε μέσα. Εκεί ζούσαν εφτά νάνοι, που την καλοδέχτηκαν κι έζησε για λίγο ευτυχισμένη κοντά τους.

Μια μέρα όμως η βασίλισσα ρώτησε ξανά τον καθρέφτη κι εκείνος της είπε, ότι η Χιονάτη ήταν η ωραιότερη κι ότι ήταν με τους εφτά νάνους στο δάσος. Τότε η βασίλισσα έφτιαξε ένα δηλητηριασμένο μήλο, ντύθηκε σαν χωριάτισσα, πήγε στο δάσος και έπεισε τη Χιονάτη να φάει λίγο απ’ αυτό. Η Χιονάτη έπεσε κάτω σχεδόν νεκρή.

Την επόμενη μέρα ένας νέος πρίγκιπας πέρασε απ’ το δάσος, την ερωτεύτηκε και την πήρε μαζί του. Στο δρόμο έπεσαν σε μια λακκούβα, πετάχτηκε το κομμάτι του μήλου απ’ το λαιμό της Χιονάτης και ξύπνησε. Είδε τον πρίγκιπα, της άρεσε κι εκείνης πολύ, παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…



…έζησαν πολλά-πολλά χρόνια αθάνατοι κι ευτυχισμένοι στον κόσμο του παραμυθιού τους. Κάποια μέρα όμως, σε μία άλλη διάσταση –έξω απ’ τα παραμύθια- κάποιος επιστήμονας θέλησε να ζωντανέψει τον πρίγκιπα και τη Χιονάτη και τους 7 νάνους και να τους φέρει να ζήσουν στον αληθινό κόσμο! Χάρηκαν όλοι πολύ, νόμιζαν, πως θα πάνε ένα όμορφο ταξίδι αναψυχής.

Ο επιστήμονας τους έφερε να ζήσουν στην Ελλάδα, να ζήσουν το μύθο τους. Βρήκαν ένα πολύ ωραίο σπίτι στο Κολωνάκι, στην Σπευσίππου, ένα σπίτι με ωραίο κήπο και πυκνή βλάστηση και χτισμένο πάνω στο λόφο, έτσι, ώστε να βλέπει όλην την Αθήνα μέχρι τη θάλασσα μακριά στον ορίζοντα.

Έζησαν για λίγο ευτυχισμένα εκεί, όμως μέρα με τη μέρα ο πρίγκιπας άλλαζε. Δεν είχε πια το παλάτι του, τους υπηρέτες του, δεν ήταν καν αθάνατος και έπρεπε και να δουλεύει, για να ζήσει τον εαυτό του και την όμορφη Χιονάτη. Άρχισε να τα βάζει με τους νάνους. Δεν τους ήθελε μες στα πόδια του.

Και θύμωνε με τη Χιονάτη, αχ, πώς θύμωνε με τη Χιονάτη. Άρχισε να την κατηγορεί, πως το μόνο, που ήξερε να κάνει, ήταν να παίζει με τους νάνους, πως ήταν χαζή, πως θα ‘πρεπε να βγει λίγο έξω απ’ το σπίτι, να δει, πώς είναι ο καινούριος τους κόσμος.

Η Χιονάτη δεν ήθελε. Περνούσε καλά μέσα στο όμορφο σπιτικό της κι εξάλλου είχε ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτόν τον περιβόητο έξω κόσμο. Ήταν σχεδόν σα να τον γνώριζε. Όχι, δεν χρειαζόταν να βγει έξω να τον δει.

Ο καιρός περνούσε όμως κι οι δυο τους απομακρύνονταν. Ο πρίγκιπας άρχισε να κουράζεται πολύ με τη Χιονάτη, να φεύγει το πρωί απ’ το σπίτι και να γυρνάει αργά το βράδυ. Ώσπου μια μέρα, ερωτεύτηκε μιαν άλλη γυναίκα και άφησε τη Χιονάτη μονάχη της μες στο μεγάλο σπίτι. Κι οι νάνοι έφυγαν, γιατί έπρεπε κι αυτοί να δουλέψουν… ήταν δύσκολη η ζωή στην Αθήνα…

Κι έτσι ο όμορφος κόσμος της Χιονάτης κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ο πρίγκιπας παντρεύτηκε την άλλη γυναίκα και πήγε να ζήσει μαζί της στη Νέα Μάκρη. Του είχαν τελειώσει τα χρήματα, που είχε φέρει απ’ τον παλιό τους κόσμο κι έγραφε ρομάντζα για μικρές δεσποινίδες, για τον κόσμο των παραμυθιών και του αιώνιου έρωτα.

Κι η Χιονάτη έφυγε απ’ το σπίτι της Σπευσίππου κι έπιασε ένα δυαράκι στη Σκουφά, πάνω απ’ τα πολλά bar. Δεν χρειαζόταν να δουλεύει, είχε φέρει μαζί της διαμάντια και χρυσαφικά απ’ τον αλλοτινό της κόσμο, τον ονειρικό κι όποτε χρειαζόταν πουλούσε κάποιο και ζούσε.

Εκεί ζει ακόμη μονάχη. Και κάθε πρωί, μόλις ξυπνάει, κοιτάζει το κουρασμένο πια πρόσωπό της στον καθρέφτη και ρωτάει: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ωραιότερη απ' όλες;»

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Περί μυωπίας
















6 ετών ήμουν μονάχα, όταν οι γονείς μου παρατήρησαν, πως πήγαινα πολύ κοντά στην τηλεόραση και πως έκλεινα λίγο τα μάτια, για να δω καλύτερα. Με πήγαν λοιπόν σ’ ένα οφθαλμίατρο-τρελό επιστήμονα (κάτι σε Dr Mueller από ελληνική ταινία) και το πόρισμα: μυωπία.

Τα γυαλιά τα φορούσα μέχρι την εφηβεία μόνο στην τηλεόραση και στον πίνακα. Κυκλοφορούσα η καλή σου στο δρόμο με 5 βαθμούς μυωπία, δεν έβλεπα την τύφλα μου, περνούσα δίπλα από γνωστούς, δεν τους χαιρετούσα, μου βγήκε και το όνομα, πως ήμουν σνομπ.

Στην εφηβεία ανέβηκε κι άλλο η μυωπία (8,5 βαθμούς πήγε) και υποχρεώθηκα να φοράω συνέχεια γυαλιά. Αλλά τότε δεν μ’ ένοιαζε και πολύ. Είπαμε, στην εφηβεία δεν μ’ ένοιαζε τίποτα.

Στα 18 αποφάσισα να βάλω φακούς.
Προβλήματα. Στη θάλασσα ή που θα έκανα μπάνιο με τους φακούς, όπου κολυμπούσα σαν τα σκυλάκια –το νερό να φτάνει το πολύ μέχρι το λαιμό-, η που θα έκανα χωρίς φακούς και θα τσακιζόμουν δεξιά-αριστερά σε διάφορα βράχια.
Επίσης, πόνοι, τσουξίματα, ντράβαλα, κουτάκια, παρακουτάκια, βάλε-βγάλε. Αλλά γενικώς εντάξει. Απ’ το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.

Ώσπου κάποια στιγμή έπαθα μια χοντρή μόλυνση κι ο γιατρός μου είπε, πως δεν έπρεπε να φοράω φακούς για ένα χρόνο τουλάχιστον. Εναλλακτικά, θα μπορούσα να κάνω επέμβαση με laser και να ξεφορτωθώ τη μυωπία μου μια και καλή. Έ, δεν ήθελε και πολλή σκέψη! Στο τέλος της εβδομάδας ήμουν στην κλινική, έτοιμη να κάνω την επέμβαση.

Ωραία κλινική, άνετη, σου δίνουν κι ένα ηρεμιστικούλι πριν μπεις, την ακούς κιόλας. Μια χαρά… Μετά μπαίνεις σ’ ένα δωματιάκι και σε ξαπλώνουν σ’ ένα κρεβάτι, όπου πάνω απ’ το κεφάλι σου είναι το μηχάνημα των laser. Το μηχάνημα αυτό σου κόβει πρώτα τον κερατοειδή περιφερειακά της κόρης, σηκώνει το «καπάκι», που μόλις έκοψε κι εκεί έρχονται τα άλλα laser, που αλλάζουν την καμπυλότητά του στο εσωτερικό του και διορθώνουν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μυωπία.

Φεύγεις μετά από 15’ όρθιος και βλέποντας σχεδόν κανονικά. Εμένα έτσουζαν τα μάτια μου πάρα πολύ και δάκρυζα συνεχώς και πονούσα. Μετά την επέμβαση σου δίνουν και κάτι ειδικά γυαλάκια –σαν κι αυτά που φορούν οι κολυμβητές- για να μην τρίψεις κατά λάθος τα μάτια και κουνηθεί το «καπάκι», που δεν έχει «κολλήσει» ακόμη καλά.

Επίσης, πριν φύγεις απ’ την κλινική, πληρώνεις κιόλας. Δεν στην κάνουν τσάμπα. Η επέμβαση κοστίζει περίπου 2.500 Ευρώ. Αν έχεις ιδιωτική ασφάλεια και το συμβόλαιό σου έχει κλείσει ήδη δυο χρόνια, σε καλύπτει πλήρως, γιατί θεωρείται ένα είδος αναπηρίας. Και είναι. Σκεφθείτε να μην υπήρχαν γυαλιά! Θα κυκλοφορούσαμε κανονικά, με μπαστουνάκι και ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο. Κι ο Όμηρος, που τον έλεγαν τυφλό, μάλλον κανά 10άρι βαθμούς μυωπία θα είχε…

Όταν πληρώνει η ασφάλεια, η τιμή πάει στα 3.600. Τι μ’ ένοιαζε εμένα; Δεν πα’ να πήγαινε και 8.700; Ούτως ή άλλως συνεννοήθηκα με το γιατρό να του τα δώσω, αφού πληρώσει η ασφάλεια. Νομίζω, πως κάτι καλύπτει και το δημόσιο, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

Την επέμβαση την κάνουν πολλές κλινικές, αλλά καλό είναι να την ψάξεις λίγο, για να διαλέξεις γιατρό. Η top κλινική γι’ αυτήν τη δουλειά θεωρείται η πανεπιστημιακή της Κρήτης. Πας για διακοπές, φτιάχνεις και τα μάτια σου. Εκεί κοστίζει και φθηνότερα: ένα πεντακοσάρικο το κάθε μάτι. Άμα δεν σου φτάνουν τα λεφτά, μπορείς να κάνεις μόνο το ένα μάτι και να τα δουλεύεις εκ περιτροπής: άμα θες να δεις κάτι, ανοίγεις το καλό μάτι, αν δεν θες, το άλλο. Τέλεια…

Πήγα σπίτι λοιπόν κλαίγοντας από τον πόνο, έβαλα τα γυαλάκια και την έπεσα για ύπνο. Έτσι κάνω πάντα, όταν πονάω, μέσα ή έξω: κοιμάμαι.
Ξύπνησα μετά από 3 ώρες, ανοίγω τα μάτια και –ω, θαύμα- έβλεπα! Έβλεπα τηλεόραση χωρίς γυαλιά κι από κανονική απόσταση! Καταπληκτικό! Κι ο πόνος είχε σχεδόν περάσει.

Τις επόμενες ημέρες βάζεις κάτι κολλύρια και τέτοια, αλλά γενικά μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου κανονικά. Τη νύχτα είναι λίγο περίεργα στην αρχή τα πράγματα, ειδικά με την οδήγηση. Εγώ έβλεπα τα φώτα με στεφάνια γύρω-γύρω και τους ανθρώπους σα σκιές, που εμφανίζονταν ξαφνικά από το πουθενά. Ευτυχώς, δεν πάτησα ούτε έναν.

Γενικά, ήταν μια καλή απόφαση, που δεν μετάνιωσα καθόλου. Τώρα βλέπω μια χαρά και τη νύχτα και τη μέρα. Επιτέλους βλέπω και με ποιον το κάνω. Παλιά έπρεπε να βάζω τη φαντασία μου να δουλέψει. Αλλά να μου πείτε, και τώρα που βλέπω, τι κατάλαβα; Όλο τον ίδιο βλέπω…

Α, μου άφησαν 0,75 στο ένα μάτι, για να ισορροπήσουν την επερχόμενη πρεσβυωπία. Κι άλλο καλό δηλαδή. Και δεν αργεί…
Αυτά.

Καλή εβδομάδα σε όλους!

Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006

Όταν το μυαλό ταξιδεύει...

... απλώς αντιγράφει ένα υπέροχο ποίημα από το blog της Εργοτελίνας



Δίχως να ελπίζω, ήρθες Αγάπη μου
Και με το το Θάμπος σου, γύμνωσες την ψυχή μου
Απ’ όλη την Φαντασία της.
Ριγώ, από πάθος τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου
Κι η Ψυχή μου πνίγεται στη Θάλασσα του Ερωτα
Σώσε αχ, σώσε με τον ναυαγό που 'φτασε στη στεριά
Και στο Λιμάνι σου, δέξου με μεσα…

Παρασκευή, Ιουλίου 07, 2006

Χιουμοράκι...










Κάντε κλικ πάνω στην εικόνα.
Στη σελίδα, που θα σας βγάλει,
αν πάτε το ποντίκι κάτω δεξιά,
εμφανίζεται ένα τετράγωνο.
Πατήστε το για να μεγαλώσει η εικόνα.

Θα πάρω... τη βοήθεια του κοινού!



Σήμερα έχει τραγουδάκι.
Μου το αφιερώσανε
και σας το αφιερώνω.
Να μου πείτε και τι σημαίνει.

MADELEINE PEYROUX
Don't Wait Too Long


You can cry a million tears
You can wait a million years
If you think that time will change your ways
Don't wait too long

When your morning turns to night
Who'll be loving you by candlelight
If you think that time will change your ways
Don't wait too long

Maybe I got a lot to learn
Time can slip away
Sometimes you got to lose it all
Before you find your way

Take a chance, play your part
Make romance, it might break your heart
But if you think that time will change your ways
Don't wait too long

It may rain, it may shine
Love will age like fine red wine
But if you think that time will change your ways
Don't wait too long

Maybe you and I got a lot to learn
Don't waist another day
Maybe you got to lose it all
Before you find your way

Take a chance, play your part
Make romance, it might break your heart
But if you think that time will change your ways
Don't wait too long
Don't wait
Hmm... Don't wait

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

First Birthday










Σήμερα αυτό εδώ το blog
κλείνει 1 μήνα ζωής.
Ξεκίνησε στις 6/6/’06,
ημερομηνία σημαδιακή,
που επανέρχεται κάθε χίλια χρόνια!

Μόνο τέτοιες στιγμές, φαίνεται, μου πετυχαίνουν τα πράγματα.
Το τσιγάρο το ‘κοψα για 2 ολόκληρα χρόνια του Αι Γιαννιού.
Από τότε, κάθε άλλη προσπάθειά μου αποδείχτηκε λίγη.
Ε, βέβαια! Δεν είναι κάθε μέρα του Αι Γιαννιού!
Ούτε του Εξ Από ‘Δώ (666)!!

Είμαι πολύ ευχαριστημένη μ’ αυτήν την εμπειρία, αν και μου τρώει πολύ χρόνο. Βρήκα μία διέξοδο, αρχικά στη σκέψη μου, αλλά στη συνέχεια και «κοινωνικά». Γιατί περί κοινωνίας πρόκειται όλο αυτό το πράγμα: κοινωνίας-επικοινωνίας και κοινωνίας-κοινότητας.

Γνώρισα ανθρώπους, με γνώρισαν κι εκείνοι, ανταλλάξαμε απόψεις, προσωπικές στιγμές, εμπειρίες, συναισθήματα, αστειευτήκαμε, λυπηθήκαμε, συμπονέσαμε: με μια λέξη ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΜΕ! Και συνεχίζουμε…

Στη σύγχρονη κοινωνία, μία απ’ τις μεγαλύτερες κατάρες είναι η απάθεια, η άρνηση συμμετοχής στα κοινά. Η ιδιώτευση. Κι αυτό δεν προέρχεται απ’ την επιθυμία των ανθρώπων, προέρχεται από την περιθωριοποίησή τους.

Ποιος έχει πια την αντίληψη ή έστω την αίσθηση, πως μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο; Ν’ ακουστεί; Να μετρήσει –όχι μόνο η γνώμη του- αλλά η ίδια του η ύπαρξη; Σ’ αυτήν τη μεγάλη γη, στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, ακόμα και η ζωή θεωρείται παράπλευρη απώλεια. Ποιος θα ενδιαφερθεί για τη μονάδα;

Όλα έχουν γίνει τεράστια, πολυεθνικά, παγκόσμια. Ο άνθρωπος δεν είναι πια το μέτρο των πραγμάτων. Είναι ένα ελάχιστο γρανάζι σε μια –όχι και τόσο καλολαδωμένη- μηχανή. Μια αυτόνομη μηχανή του κεφαλαίου. Όλα θυσιάζονται προκειμένου να συνεχίσει η μηχανή να δουλεύει.

Αμπελοφιλοσοφίες και τετριμμένα, θα μου πείτε. Και θα ‘χετε δίκιο.
Δεν πειράζει όμως, έχει γενέθλια το blog σήμερα, είναι μόλις ενός μηνός..
Έχει για μια μέρα το δικαίωμα να δει τον κόσμο όχι από μέσα, αλλά με τα μάτια του παιδιού, που τ’ αντιλαμβάνεται όλα για πρώτη φορά, τα βλέπει όπως είναι και τρομάζει. Απ’ έξω. Όχι σαν γρανάζι, αλλά σαν άνθρωπος. Σαν παιδί.

Ελπίζω, αυτή η κοινότητα, η κοινότητα των blogs, όπου ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει και ν’ ακουστεί χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς λογοκρισία, χωρίς οικονομικό κέρδος και «υψηλές» γνωριμίες, ελπίζω, αυτή η κοινότητα να επιβιώσει και να μπορέσει να κάνει επιτέλους τη διαφορά: Να κάνει πάλι τον άνθρωπο το μέτρο των πραγμάτων.

Βαρύγδουπα ακούγονται όλ’ αυτά, τι να κάνουμε;
Θέλουμε κάπου-κάπου και να ονειρευόμαστε…

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Άνοιξα επιχείρηση μ’ αγνώστους!












Άνοιξα επιχείρηση μ’ αγνώστους!
Πού αλλού θα μπορούσε να συμβεί αυτό, εκτός απ’ το Διαδίκτυο;

Οι Internetικοί μου συνέταιροι δεν είμαι καν σίγουρη, αν είναι άντρες ή γυναίκες. Δεν τους έχω δει ποτέ, δεν έχω ιδέα, αν είναι γέροι ή νέοι, όμορφοι ή άσχημοι, αδύνατοι ή χοντροί.

Για να μην πούμε για τα πιο… προχωρημένα. Τι έχουν σπουδάσει, πού μένουν, είναι παντρεμένοι ή ελεύθεροι, έχουν παιδιά, τι δουλειά κάνουν;

Ο καθένας βέβαια στο Διαδίκτυο μπορεί να λέει διάφορα. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, πως λέει την αλήθεια. Εδώ κυριολεκτικά ισχύει η ρήση του Τσαρούχη παραλλαγμένη:

Στο Διαδίκτυο είσαι ό,τι δηλώσεις.

Μία γνωστή γνωστής τα είχε φτιάξει κάποτε δι’ αλληλογραφίας με κάποιον απ’ τους αδελφούς Ξηρού. Εν αγνοία της βέβαια. Το Σάββα νομίζω κιόλας.

Λέτε ο Καψοκαλύβας να είναι ο χαμένος κρίκος της 17 Νοέμβρη;;
Λέτε η Αφροδίτη να είναι ο Σώτος, που το πρωί ιδρώνει στην οικοδομή και τις νύχτες κάνει πιάτσα στη Συγγρού;
Λέτε κι εγώ να είμαι ο Μέγας Ναπολέων; Να γράφω μες απ’ το ψυχιατρείο μ’ ένα τεράστιο καπέλο στο κεφάλι και το ένα χέρι ακουμπισμένο πάντα πάνω στο στομάχι;

Περίεργο πράγμα το Διαδίκτυο…

Κάπου-κάπου μου προκαλεί φόβο. Λες να ‘ρθει τη νύχτα ο τάδε και να με κατακρεουργήσει στον ύπνο μου; Έχω δει και πολλά B-Movies…

Κι απ’ την άλλη:
«Έχετε μήνυμα στον Υπολογιστή σας», τη θυμάστε την ταινία με τη Μεγκ Ράιαν και τον Τομ Χανκς; Ένας έρωτας γεννιέται, μεταξύ αγνώστων. Αυτό μου φαίνεται το πιο περίεργο απ’ όλα. Πώς είναι δυνατόν να ερωτευτείς κάποιον χωρίς να έχεις δει ποτέ τα μάτια του; Να μπορέσεις να διακρίνεις κάτι απ’ την ψυχή του; Έστω να κάνεις μια προσπάθεια… γιατί και στην πραγματικότητα γίνονται λάθη.

Αλήθεια, τι μπορείς να καταλάβεις μόνο και μόνο απ’ αυτά, που γράφει κάποιος;
Ή μήπως μπορείς να καταλάβεις ακόμη περισσότερα, γιατί δεν σε μπερδεύει το έξω;

Εσείς τι λέτε; Τι πιστεύετε;

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

Το υπαρξιακό μπέρδεμα













Προσπαθώντας να καταλάβει κανείς τα πολύπλοκα, αυτά που κατά πάσα πιθανότητα
δεν χωράει ο νους του, πολλές φορές μπερδεύεται.

Ρώτησαν κάποτε την σαρανταποδαρούσα:
«Πώς μπορείς και περπατάς με τόσα πολλά πόδια;»
κι από τότε δεν μπόρεσε να ξαναπερπατήσει.
Το σκεφτόταν και μπερδευόταν.

Τό ‘χω πάθει κι εγώ αυτό με διάφορα πράγματα.
Κάνοντας γιόγκα, ας πούμε, προσπαθούσα να ελέγξω την αναπνοή μου κι από τότε έπαθα ένα είδος παλινδρόμησης και επαναλαμβανόμενης υπεροξυγόνωσης.

Ορισμένα πράγματα είναι φτιαγμένα να λειτουργούν αυτόνομα.
Αν προσπαθήσεις να τα ελέγξεις, χάνεις τη μπάλα. Μπερδεύεσαι.

Σε πιο συνειδητό επίπεδο, αλλά εξίσου αυτονομημένη, είναι η ίδια μας η ύπαρξη. Υπάρχουμε, είναι (σχεδόν) σίγουρο.
Αλλά πέρα απ’ αυτό δεν ξέρουμε τίποτα για την ίδια μας την ύπαρξη.
Κι ούτε μπορούμε να την ελέγξουμε με κανέναν τρόπο. Δεν μπορούμε να πούμε «θα πάψω να υπάρχω», ούτε «από σήμερα θ’ αρχίσω να υπάρχω αλλιώς».
Κι όποιος το πολυσκέπτεται, απλά μπερδεύεται.

Χθες καθόμουν στο πατσατζίδικο και μεταξύ τύρου και αχλαδιού και στις 3.00 η ώρα τη νύχτα, μου σκάει η ερώτηση «Πιστεύεις στο Θεό;» Μου κάθισε και το τυρί και τ’ αχλάδι στο λαιμό. Κάτι πρέπει ν’ απαντήσω, κάτι πρέπει ν’ απαντήσω…

Έχω αποφασίσει τι πιστεύω εδώ και πάρα πολλά χρόνια -δεν τίθεται θέμα-, αλλά τέτοιες ερωτήσεις σε βάζουν σ’ έναν κυκεώνα άλλων ερωτημάτων σχετικά με την ύπαρξη εν γένει, που κι αυτά απλώς δεν μπορείς να τα απαντήσεις ποτέ με σιγουριά.

Γι’ αυτό κι εγώ έχω πάρει την απόφαση να μην αναρωτιέμαι σχετικά με τα υπαρξιακά ζητήματα. Γιατί απλά δεν βγάζω άκρη. Μπερδεύομαι.

Και γιατί αυτά τα ερωτήματα αναπόφευκτα επιστρέφουν στο αρχικό «Υπάρχει Θεός;», το οποίο –όπως προείπα- με κάποιον μαγικό τρόπο (ειρωνικά βέβαια το λέω) έχω απαντήσει. Άρα, πρέπει να στηρίξω όλες τις περαιτέρω απαντήσεις μου πάνω σ’ αυτήν την αρχική παραδοχή.

Ε, βασικά αυτό θέλω ν’ αποφύγω. Να στήσω ένα ολόκληρο οικοδόμημα σκέψης και φιλοσοφίας πάνω σε μία αυθαίρετη παραδοχή –είτε αυτή είναι «Ναι, υπάρχει Θεός» είτε είναι «Όχι, δεν υπάρχει Θεός».

Έτσι, έχω στρέψει την προσοχή μου στην παρατήρηση των φαινομένων και προσπαθώ να βγάλω λογικά συμπεράσματα από όσα πραγματικά μπορώ να γνωρίζω κι από όσα πιθανώς μελλοντικά θα μάθω.

Ίσως κάποια στιγμή, μέσα απ’ αυτά αντιληφθώ κάπως καλύτερα και τη μεγαλύτερη εικόνα, την άπιαστη -απ' ό,τι φαίνεται- για το νου.

Μέχρι τότε όμως περιορίζομαι σε όσα μπορεί ο νους μου να κατανοήσει τώρα.

Α, περιττό να σας πω, πως την ερώτηση μού την έκανε ο ποιητής μας, ο kyriaz.
Όλους σάς ρωτάει στο χθεσινό του post. Για περάστε, για περάστε!

(Η απάντηση της Debby στην ερώτηση "Υπάρχει Θεός;":
ΕΓΩ ΘΑ ΤΟ ΛΥΣΩ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;; )

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

Συνήθειες και εξαρτήσεις











Είμαι άνθρωπος των εξαρτήσεων.
Κι απ’ την άλλη σιχαίνομαι
οτιδήποτε γίνεται συνήθεια.
Σας φαίνεται αντιφατικό;
Κι όμως…

Τι είναι η εξάρτηση; Είναι ένα πάθος, στο οποίο υποκύπτεις σιγά-σιγά -ή και απότομα- και μετά δυσκολεύεσαι να ξεφύγεις. Ακόμα κι αν δεν γουστάρεις πια. Ακόμα κι αν βλέπεις, πως σε καταστρέφει. Δεν μπορείς όμως χωρίς αυτό. Παθαίνεις στερητικό σύνδρομο. Πρέπει να κουραστείς πολύ για να τ’ αποβάλεις, θέλει να θυσιάσεις κάτι απ’ τον παλιό σου εαυτό. Τον παθιασμένο...

Η συνήθεια πάλι είναι κάτι το διαφορετικό. Δεν έχει κανένα πάθος μέσα της. Μπορεί και να μην σ’ άρεσε ποτέ αυτό που κάνεις, κάπου, κάποτε το ξεκίνησες -ούτε κι εσύ δεν θυμάσαι πια γιατί- και σου κόλλησε σαν δεύτερο δέρμα πάνω στο δέρμα σου. Δεν ξέρεις γιατί το κάνεις, το κάνεις μηχανικά.

Όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερες συνήθειες έχεις. Συνήθειες σχεδόν αυτιστικές, έχουν γίνει ένα με σένα, δεν μπορείς να φανταστείς πια τον εαυτό σου χωρίς αυτές. Και το χειρότερο; Δεν τις παίρνεις καν χαμπάρι.

Στο θέατρο, όταν κάποιος θέλει να παίξει τον ηλικιωμένο, το πρώτο πράγμα, που μαθαίνει, είναι οι μηχανικές κινήσεις, οι κινήσεις από συνήθεια.
Καθημερινές, μονότονες.

Ένας γέρος βγαίνει απ’ το δωμάτιο και κλείνει το φως. Μπαίνει στο επόμενο, ανάβει το φως. Ένας νέος, μπαίνει στα σκοτεινά, δεν βλέπει, γυρίζει και πατάει το διακόπτη, φεύγει απ’ το δωμάτιο, ξεχνά το φως ανοιχτό…
Ό,τι του κατέβει κάθε φορά. Ό,τι τον βολεύει κάθε φορά.

Οι εξαρτήσεις απ’ την άλλη μάλλον ταιριάζουν περισσότερο στους νέους. Οι εξαρτήσεις συνήθως έχουν αρνητικά αποτελέσματα. Οι νέοι δεν νοιάζονται. Αρκεί που τους αρέσει.
Οι γέροι φοβούνται. Ποτέ δεν θα ‘καναν κάτι, που μπορεί να τους φέρει μία στιγμή πιο γρήγορα, ένα βήμα πιο κοντά στο θάνατο.
Εκτός... κι αν τους έχει γίνει συνήθεια!

Ενίοτε ζουν βέβαια ανάμεσά μας και κάποιοι «νέοι» γέροι. Αυτοί είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Ήταν, είναι και θα είναι οι «παράταιροι».

Οι συνήθεις γέροι μόνο στις συναισθηματικές εξαρτήσεις υποκύπτουν εκ νέου. Γιατί κι αυτές ουσιαστικά δεν ενοχλούν τους ίδιους, ενοχλούν τους γύρω. Ποιος νοιάζεται για τους γύρω, όταν εσύ είσαι γέρος; Εσύ έχεις αξία και μόνον εσύ.

Οι νέοι έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους, εξάλλου, έτσι δεν είναι;

Μέχρι που γίνονται γέροι, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι:
χωρίς εξαρτήσεις πια και με χιλιάδες μικρές και μεγάλες συνήθειες.

Φοβάμαι…

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006

Γυναικεία καθημερινότητα


Σάββατο πάλι.
Πώς περνάει έτσι η εβδομάδα…
Μία φίλη μου λέει:

«Οι εβδομάδες, οι μήνες,
τα χρόνια περνούν.
Οι ώρες δεν περνάνε με τίποτα!»

Η φίλη μου, απ’ ό,τι θα καταλάβατε, βαριέται.
Κι εγώ βαριέμαι.

Χθες έκανα μανικιούρ-πεντικιούρ, ένεκα καλοκαιριού, μην βγαίνουμε έξω με το νύχι κάγκελο και κιτρινισμένο! Λοιπόν, πήγα να κόψω τις φλέβες μου 2-3 φορές.
Δεν το αντέχω αυτό το πράγμα με τίποτα.
Να κάθομαι με τις ώρες να με πασπατεύουν…

Μην μιλήσουμε για το κομμωτήριο, κούρεμα, ανταύγειες… βρωμάνε κιόλας.
Και μετά η αποτρίχωση. Φρίκη, δέκα ώρες και μένουν κι οι μισές τρίχες πάνω.
Κι ύστερα μάσκες, απολέπιση, κρέμες για το πρόσωπο, κρέμες για το σώμα,
κρέμες για την κυτταρίτιδα, βγάλσιμο φρυδιών, βάψιμο.
Άσε τα ψηλοτάκουνα, άσε τα σουτιέν, τους κορσέδες, τα καλσόν…
Κι άλλα θα ‘ναι, αλλά δεν μού ‘ρχονται τώρα.

Οι άντρες τι κάνουν; Ένα ξυρισματάκι ρίχνουν εκεί και το κάνουν και θέμα.
Ο Νίκος Δήμου έχει γράψει ολόκληρο άρθρο για το καθημερινό ξύρισμα.
Απολαυστικό, διαβάστε το!

Αλλά, μην τρελλαθούμε κιόλας. Ένα εσείς, δέκα εμείς.

Θα μου πείτε: «Και γιατί τα κάνετε; Ας μένατε, όπως είστε».
Ναι, και μετά θα ψάχναμε το γκόμενο με το κυάλι (πολύ γέλιο, το Word μου υπογράμμισε το κυάλι ως λάθος και μου έβγαλε ως εναλλακτική το καυλί!!).

Γι’ αυτό μην παραπονιέστε καθόλου, άντρες όλου του κόσμου.
Έχετε πολύ λιγότερα στην καθημερινή σας ρουτίνα απ’ ό,τι οι γυναίκες, το εξής ένα:
το ξύρισμα. Και τελευταίως βγάλατε και μόδα το «5 μέρες αξυρισιά».
Και τσιμπάει, πώς τσιμπάει…

Πάω να κάνω αποτρίχωση. Έχω να βγω και στην παραλία…
Φιλάκια σε όλους. Τα λέμε τη Δευτέρα.
Α, και καλό μήνα! Μπήκε ο Ιούλιος. Να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά...